Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ



........ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η χερσόνησος του Άθω ή του Αγίου Όρους είναι η ανατολικότερη από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Βρέχεται ΝΑ από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό) και Δ από τον κόλπο του Αγίου Όρους (Σιγγιτικό). Το έδαφος της χερσονήσου του Άθω είναι ορεινό και δυσπρόσιτο. Το σχήμα της χερσονήσου είναι στενό και επίμηκες με απόκρημνες ακτές, χωρίς φυσικά λιμάνια. Υπάρχουν όμως και γραφικοί λόφοι, δάση και άφθονα νερά.
Η χερσόνησος συνδέεται με τη Χαλκιδική με τον Ισθμό του Ξέρξη, που χωρίζει τον όρμο Πρόβλακας, στον ΒΑ μυχό του Σιγγιτικού κόλπου, από τον όρμο της Ακάνθου στον κόλπο της Ιερισσού. Στον ισθμό αυτό ο Ξέρξης είχε επιχειρήσει να ανοίξει διώρυγα το 481 π. Χ., για να αποφύγει τον παράπλου της χερσονήσου και τους ισχυρούς κατεβατούς ανέμους, οι οποίοι προξένησαν σοβαρές ζημιές στον στόλο του πατέρα του Δαρείου στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδος, το 493 π. Χ.
Προχωρώντας νοτιότερα συναντάμε το βουνό Μέγας Ζυγός, με ψηλότερη κορυφή τη Μεγάλη Βίγλα (510 μ.). η ράχη αυτή αποτελεί το σύνορο που χωρίζει την περιοχή του Αγίου Όρους από τον νομό Χαλκιδικής. Άλλες κορυφές στον Μεγάλο Ζυγό είναι το Καραούλι και η Ξυρόβρυση (382 μ.). Νοτιότερα υψώνονται το Αματερό (408 μ.), ανάμεσα στις Μονές Χελανδαρίου και Βατοπεδίου, ο Προφήτης Ηλίας (591 μ.), Α της Μονής Κασταμονίτου, το Κρυοβούνι (665 μ.), μεταξύ των Μονών Δοχειαρίου και Παντοκράτορος, ο Αντίθως ή Αντίθωνας (1042 μ.), μεταξύ των Μονών Σίμωνος Πέτρας και Αγίου Παύλου, οι Πόρτες (1215 μ.), ο Άθως (2033 μ.), ο Παλιόπυργος (801 μ.) και η Ρειτρογαλιά (1048 μ.). Ο Άθως πέφτει απότομα προς τη θάλασσα, σχηματίζοντας τα ακρωτήρια ΑκράθωςΆγιον Όρος) και Πίννες (Νυμφαίο).
Στις Α. ακτές της χερσονήσου, η ακτογραμμή της αυτόνομης μοναστικής πολιτείας αρχίζει με τον όρμο Πλατύ πριν από το ακρωτήριο Αράπης, που αποτελεί το νότιο όριο του κόλπου της Ιερισσού. Από εκεί κατευθύνεται ΝΑ μέχρι τον όρμο της Μονής Εσφιγμένου (Αγίου Συμεών), το ακρωτήριο Άγιοι Θεόδωροι, το ακρωτήριο Θυμωνιά και τον όρμο του Βατοπεδίου, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη κόλπωση και των δύο πλευρών της χερσονήσου του Άθω. Από την περιοχή αυτή ως το ακρωτήριο Ακράθω, στο Νότο, υπάρχουν ακρωτήρια (Βατοπέδι, Χαλκιάς, Σταυρονικήτα κ.ά.) και μικροί όρμοι ή τεχνητά προσορμητήρια, κυρίως στα σημεία όπου υψώνονται οι μονές μέσα στα πυκνά δάση που καλύπτουν τη χερσόνησο. Από το ακρωτήριο Πίννες στο ΝΔ. άκρο της χερσονήσου, προχωρώντας ΒΔ, οι ακτές σχηματίζουν τον όρμο Δάφνης και τα ακρωτήρια Ρούσικο, Γιοβάντσα, Θηβαϊδα και Προσφόρι, το οποίο βρίσκεται στο όριο μεταξύ της χερσονήσου του Άθω και του κυρίου σώματος της Χαλκιδικής.
Το κλίμα της περιοχής είναι γενικά μεσογειακό, με ήπιους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια. Αυτό οφείλεται στην ευεργετική επίδραση της θάλασσας που την περιβάλλει. Το ύψος των βροχοπτώσεων κυμαίνεται από 600 μέχρι 800 χιλιοστόμετρα, αλλά στην υψηλότερη κορυφή της, τον Άθω, ξεπερνά τα 1.000 χιλιοστόμετρα.
Η χερσόνησος του Άθω αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους, με την ονομασία Άγιον Όρος ή Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία ή Αθωνιάς Δημοκρατία. Έχει έκταση 336 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 2.262 κατ. (2001). Πρωτεύουσα είναι οι Καρυές (233 κατ., 2001) με επίνειο τη Δάφνη (38 κάτ., 2001). Η πυκνότητα ανέρχεται σε 6,7 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία περιλαμβάνει 20 μονές (17 ελληνικές, 1 ρωσική, 1 σερβική και 1 βουλγαρική), 12 σκήτες και 204 κελλιά, καθώς και καλύβες, καθίσματα και ησυχαστήρια ή ασκητήρια, με τη μορφή καλύβας ή διαρρυθμισμένου σπηλαίου.
Η Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία υποδιαιρείται σε 20 περιοχές, που βρίσκονται στην εξουσία των 20 κυρίαρχων μονών. Οι περισσότερες μονές βρίσκονται κοντά στη ακτή, εκτός από τις μονές Κουτλουμουσίου, Φιλοθέου, Κασταμονίτου, Ζωγράφου και Χελανδαρίου, που βρίκονται στην ενδοχώρα. Τα περισσότερα ησυχαστήρια είναι συγκεντρωμένα στο νότιο τμήμα της χερσονήσου. Υπάρχουν επίσης δύο ιδιαίτεροι οικισμοί, η πρωτεύουσα Καρυές, στο κέντρο σχεδόν της χερσονήσου, και το επίνειό της Δάφνη.
Πληροφορίες από εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ

ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η μεγάλη ποικιλία γεωλoγικών σχηματισμών και πετρωμάτων, το πολυσχιδές της μορφολογίας του εδάφους, το μεγάλο σχετικά υπερθαλάσσιο ύψος του Άθω, ο οποίος ανορθώνεται απότομα από την επιφάνεια της θάλασσας στα 2.033 m, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποικιλία κλιματικών τύπων, την απομόνωση της περιοχής και την έλλειψη βόσκησης, δημιουργούν ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό τύπων βλάστησης. Οι τύποι βλάστησης που απαντούν στο Άγιο Όρος ξεκινούν από τους καθαρά μεσογειακούς και φθάνουν μέχρι τους υπαλπικούς, με μοναδική δαψιλότητα και πληρότητα, καθώς και μεγάλη ποικιλία ειδών φυτών και ζώων.
Τα τοπία που δημιουργούνται από τον συνδυασμό της βλάστησης και της μορφολογίας του εδάφους είναι σπάνιας ομορφιάς και ποικιλίας. Μοναδικά και ανεπανάληπτα. Συναντώνται από τα πιο «ήμερα» της παραθαλάσσιας ζώνης μέχρι τα πιο «άγρια» τοπία των φαραγγιών, των λιθώνων και των απόκρημνων βράχων. Μεγάλος είναι επίσης και ο αριθμός των ενδημικών ειδών. Όλα αυτά συνιστούν αυτό που λέγεται «μαγεία του Όρους», που πρέπει να διατηρηθεί ανέπαφη. Το φυσικό περιβάλλον του Αγίου 'Όρους απoτελεί και αυτό αναπόσπαστο στοιχείο της όλης πoλιτιστικής κληρονομιάς του και πρέπει να προστατευθεί και να διαφυλαχθεί ως «κόρην οφθαλμού».
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η χερσόνησος του Αγίου Όρους καλυπτόταν από μεγαλειώδη δάση με μεγάλη ποικιλία ειδών, όπως τα περιγράφει ο γερμανός φυτογεωγράφος Griesebach το 1841. Ο Griesebach αναφέρει ότι πουθενά στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια δεν συνάντησε δάση τόσο πυκνά, με τέτοια πληρότητα και τόση ποικιλία ειδών και δαψιλότητα όπως αυτά του Αγίου Όρους.
Γύρω όμως στα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και τη γεωργική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα του 1924, οι Ιερές Μονές στράφηκαν στην εκμετάλλευση των δασών αυτών κυρίως της καστανιάς αλλά και των αειφύλλων πλατυφύλλων για να αντισταθμίσουν τις σημαντικές απώλειες εισοδημάτων από τα μετόχια που έχασαν. Αποτέλεσμα ήταν η μετατροπή της πλειονότητας των δασών του Αγίου Όρους σε πρεμνοφυή.
Παρολαυτά, όταν ο Γερμανός φυτοκοινωνιολόγος Rauh ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος τη δεκαετία του '40, έγραψε ότι παρά την αναγωγή των δασών σε πρεμνοφυή, η βλάστηση διατηρεί τη θαλερότητα της και την πληρότητά της, όπως στην εποχή του Griesebach και ότι αποτελεί μία όαση στη φτωχή σε δάση Βαλκανική Χερσόνησο.
Ειδικότερα για τους σχηματισμούς των αειφύλλων πλατυφύλλων αναφέρει ότι πουθενά στη Μεσόγειο δεν συνάντησε τέτοια οργιώδη μακκία βλάστηση και τους συγκρίνει με ορισμένα μακκί της Κορσικής, στα οποία όμως κυριαρχεί ένα είδος, η ήμερη κουμαριά, σε αντίθεση με αυτά του Αγίου Όρους με τη μεγάλη ποικιλία ειδών.
Σήμερα τα μόνα υψηλά δάση του Αγίου Όρους είναι εκείνα της οξιάς και των ορεινών μεσογειακών κωνοφόρων της μαύρης πεύκης και της ελάτης καθώς και τα δάση της χαλεπίου πεύκης και ορισμένα, μικρής έκτασης, λείψανα μικτών δασών όπως στην Πλαγιάρα της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, στον Μέγα Βελά της Ιεράς Μονής Μεγάλης Λαύρας και αλλού.
Τα δάση των αειφύλλων πλατυφύλλων, τα οποία περιέβαλλαν τις περισσότερες Ιερές Μονές κάλυπταν ανέκαθεν τις ενεργειακές ανάγκες των μοναχών. Αυτός είναι ο λόγος που τα περισσότερο υποβαθμισμένα δάση (θαμνώνες) αειφύλλων πλατυφύλλων εμφανίζονται γύρω από τις Ιερές Μονές ή κοντά σ' αυτές.
Η γεωλογία του Αγίου Όρους
Το Άγιον Όρος είναι η βορειότερη χερσόνησος της Χαλκιδικής και έχει μήκος 50 περίπου χλμ. και πλάτος (8-12) χλμ. και σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία του Κράτους (1960) έχει έκταση 33,300 τετρ. χλμ.. Το συνολικό του έδαφος καλύπτεται από λόφους και βουνά ύψους 450-990 μέτρων, ενώ η κορυφή του όρους Άθως, το οποίο ευρίσκεται στο νοτιοανατολικότερό του άκρο, φθάνει σε ύψος 2033 μ. Αν και παρατηρείται παντελής απουσία ποταμών και λιμνών όμως υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός ρυακιών και χειμάρρων, μερικοί από τους οποίους έχουν νερό σχεδόν όλο το έτος. Επίσης τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρδευτικά έργα και τεχνιτές λίμνες (φράγματα).

Η θαλάσσια περιοχή του Αγίου Όρους
Το Άγιον Όρος, λόγω του τρόπου ζωής των μοναχών και λόγω της παντελούς απουσίας εργοστασίων περιβρέχεται από μία καταγάλανη και πεντακάθαρη θάλασσα η οποία, ως εκ τούτου, παρέχει άφθονη και εκλεκτή αλιεία στους αγιορείτες. Αξίζει εδώ να καταχωρήσουμε τη συνέχεια της γλαφυρής επιστολής του Βούλγαρη «...Λιμενίσκος τε (κείται) υπό τον λόφον μικρός εν μέρει και ετέρωθεν άκρα προβλήτις· και ιχθύες εντεύθεν, τους καταβήναι και αγρεύσαι μη οκνήσαντας, ανιώντες και δεξιούμενοι· θάλασσά τε υπεστρωμένη κυκλόθεν, νυν μεν γαληνιώσα και κρυσταλλίζουσα· νυν δ' υποφρίσσουσα, και προς το ούλον υποτραχυνομένη· νυν δ' επαφρίζουσα, και εκ μυχών αυτών ταρασσομένη, άλλοτε άλλως ποικίλον παρίσταται θέαμα. Όλα καλά, όλα γλυκυθυμίας ουκ έχω ειπείν όσης πρόξενα». Τα συνηθέστερα θαλάσσια είδη που θα συναντήσωμε εδώ είναι μέλαινες, μελανούρια, κέφαλοι γοφάρια, σουπιές, οκταπόδια, καλαμάρια, φώκιες, και πολλά άλλα.

.........Η χλωρίδα του Αγίου Όρους
Από απόψεως χλωρίδας το Άγιον Όρος χαρακτηρίζεται για την πυκνή του βλάστηση. Αφθονούν σε μεγάλο βαθμό η καστανιά, η οξιά, η δρύς, το πουρνάρι, η κουμαριά κ. ά. καθώς και άπειρα πλήθη βοτάνων τα οποία από πολύ νωρίς (1544) προξένησαν το ενδιαφέρον των βοτανολόγων. Ο Grisebach (1841) αναφέρει ότι «τό ίδιο αρχέγονη όπως και η μοναχική ζωή είναι και η βλάστηση του Αγίου Όρους. Πουθενά στην Ευρώπη δε συνάντησα τέτοια πυκνότητα και πληρότητα της βλάστησης», ενώ ο Rauh (1949), ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος κατά το 1942 και 1943, αναφέρει ότι, παρά τη μετατροπή πολλών δασών σε πρεμνοφυή, η βλάστηση διατηρεί τη δαψιλότητα και πληρότητά της, όπως στην εποχή του Grisebach, και ότι αποτελεί όαση στην αποδασωμένη ή φτωχή σε δάση Βαλκανική Χερσόνησο, γι' αυτό δεν είναι περίεργο ότι έχει ελκύσει την προσοχή και το ενδιαφέρον πολλών βοτανικών. Ιδιαίτερα για τα δάση της ζώνης των αειφύλλων πλατυφύλλων τονίζει ότι πουθενά στη Μεσόγειο δε συνάντησε τέτοια δαψιλότητα, πυκνότητα και ποικιλία ειδών.
Πολλοί μεγάλοι βοτανολόγοι επισκέφθηκαν το Άγιον Όρος και προέβησαν σε βοτανολογικές μελέτες.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι όλη η έκταση του Αγίου Όρους σκεπασμένη με δάση αλλά κατά τον Μυλόπουλο (1963) περίπου 90% και μαζί με τις μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις πλησιάζει το 95% (1963). Οι περισσότερο άγονες και γυμνές εκτάσεις βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα και αξίζει να σημειωθεί ότι η κορυφή και ενα μεγάλο μέρος του Όρους Άθω θυμίζουν σεληνιακό τοπίο, εν αντιθέσει προς την πυκνή βλάστηση η οποία παρατηρείται σε άλλες περιοχές. Πάντως τόσο οι κατάφυτες όσο και οι παντελώς έρημες περιοχές του Αγίου Όρους διακρίνονται, παρά την άκρα αντίθεσή τους, από μία απαράμιλλη σαγηνευτική ωραιότητα.
Αξίζει να αναφερθούν οι εντυπώσεις ως προς το κάλλος του Όρους δύο σοφών ανδρών, τους οποίους χωρίζει μία χρονική περίοδος περιπου 200 ετών. Αφενός ο Ευγένιος Βούλγαρις, σχολάρχης της Αθωνιάδος σε επιστολή του το 1756 προς Κυπριανό τον Κύπριο κατόπιν πατριάρχη Αλεξανδρείας αναφέρει γραφικώτατα: «Εδώ και ύδατα καλλίρροα και αήρ ευκραέστατος, και αύρα ποτνιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα· άλση τε συνηφερή και κατάσκια πανταχόθεν, και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα· φυτών δε είδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι. Σιγώ τάλλα, τα μέν εις τροφήν τα δε εις τρυφήν, γής υγιαινούσης βλαστήματα...». Αφετέρου ο διεθνούς φήμης βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν σε ομιλία ενώπιον της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους την 31.5.2000 επι τώ καθαγιασμώ οικοδομήματος προορισμένο για την στέγαση των αρχείων της Ιεράς Κοινότητος αναφέρει τα εξής: «Παρήλθον εβδομήκοντα συναπτά έτη, αφ' ότου το πρώτον επεσκέφθην το Όρος. Αφιχθείς τότε κατά μήνα Ιούλιον είδον τον Άθωνα κεκαλυμμένον υπό δροσεράς αχλύος, ανάλογον της οποίας κατέλιπον προ ολίγων ημερών εν τη ιδιαιτέρα μου πατρίδι τη Σκωτία. Μετ' ολίγον χρόνον, τα νέφη διελύθησαν και ηδυνήθην να διακρίνω την απαράμιλλον ωραιότητα του Όρους, το οποίον αποτελεί, κατά την προσωπικήν μου εμπειρίαν, το ομορφότερον θέαμα ολοκλήρου του σύμπαντος ...». Σημειωτέον ότι ο Βούλγαρις αναφέρεται σε κατάφυτη περιοχή και ο Ράνσιμαν σε σεληνιακό τοπίο.                    

Η πανίδα του Αγίου Όρους
Η πανίδα του Αγίου Όρους  παρουσιάζει εξ ίσου μεγάλο ενδιαφέρον με την χλωρίδα. Εδω θα συναντήσουμε ελάφια, ζαρκάδια, κουνάβια, αγριογούρουνα, αετούς, γεράκια, κοράκια, γλάρους, ερωδιούς και όπως λέει και ο Βούλγαρις στην συνέχεια της προμνημονευθείσης επιστολής του «... και πτηνών στίφη καλλικελάδων· εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιιόντων, και επ' αδείας μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων, συναμιλλώμενα...» ενώ ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι «ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς». Σημειωτέον ότι στο Άγιον Όρος υπάρχουν και χαμαιλέοντες. Εδώ επίσης θα συναντήσωμε αρκετά είδη σαυρών, χελωνών, τρωκτικών, τσακάλια και σχεδόν όλα τα ζώα και πτηνά τα οποία συναντούμε σ'όλη την ελληνική επικράτεια. Κατά καιρούς δε κάνουν την εμφάνισή τους και λύκοι.


Φύση και φυσικό περιβάλλον του Αγίου Όρους
Σπύρος Ντάφης, Ομότιμος Καθηγητής Δασολογίας 
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Η Χερσόνησος του Άθω, γνωστή περισσότερο ως Χερσόνησος του Άγιου Όρους ή Άγιον Όρος, αποτελεί την ανατολικότερη από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Διαφέρει από τις δύο άλλες όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και γεωλογικά, μορφολογικά, κλιματικά και ιστορικά. Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται κατά ένα σαφή τρόπο στη βλάστηση της περιοχής. Γεωλογικά, ενώ στην Χερσόνησο της Κασσάνδρας κυριαρχούν σχηματισμοί της τριτογενούς (ιζηματογενείς σχηματισμοί, μάργες), και στην Χερσόνησο της Σιθωνίας κυριαρχούν επίσης τριτογενείς σχηματισμοί, αλλά κυρίως γνεύσιοι και γρανίτες, στην Χερσόνησο του Άθω συναντάμε την προέκταση του γεωλογικού σχηματισμού της Ροδόπης, με επικράτηση των μεταμορφωσιγενών-κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων (γνεύσιοι, πρασινόλιθοι, ασβεστόλιθοι, κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι-μάρμαρα) και των πυριγενών πετρωμάτων (γρανίτες, γρανοδιορίτες και οφιόλιθοι).
Μορφολογικά διακρίνεται επίσης η Χερσόνησος του Άθω από τις απόκρημνες κλίσεις κατά μήκος των ακτών, την ισχυρή πτύχωση, δηλαδή το ισχυρό ανάγλυφο και την παρουσία του Όρους Άθω, το οποίο υψώνεται απότομα σαν πυραμίδα, ξεπερνώντας τα 2000 μέτρα (2033 m) ύψος, από το οποίο πήρε και την ονομασία. Το ισχυρό αυτό ανάγλυφο σε συνδυασμό με τις απόκρημνες ακτές και τα θαλάσσια ρεύματα του νοτίου άκρου της, τα οποία ανάγκασαν τον Ξέρξη στην διάνοιξη της ομώνυμης διώρυγας, απετέλεσαν πιθανώς την αιτία της σχετικά αραιής αποίκησης κατά την αρχαιότητα, αλλά επίσης και το κίνητρο για την ίδρυση της ομώνυμης μοναστικής πολιτείας. Η γεωγραφική αυτή μόνωση της περιοχής συνέβαλε στη διατήρηση της αρχέγονης ποικιλότητας της χλωρίδας, της πανίδας και της βλάστησης, καθώς και στην εμφάνιση 37 ενδημικών είδών. Διαφέρει επίσης κλιματικά η Χερσόνησος του Άθω από τις δύο άλλες χερσονήσους της Χαλκιδικής, στις οποίες κυριαρχεί το ευμεσογειακό κλίμα. Το κλίμα της Χερσονήσου του Άθω επηρεάζεται από τα μεγαλύτερα υπερθαλάσσια ύψη, αλλά και από τους ΒΑ ανέμους, οι οποίοι κυριαρχούν στην περιοχή, καθώς και από τα ανοδικά και καθοδικά ρεύματα αέρος που δημιουργούνται από την έξαρση του Άθω. Έτσι στην Χερσόνησο του Άθω διακρίνουμε ένα ευμεσογειακό κλίμα στο βόρειο τμήμα της και κατά μήκος των ακτών, σε ένα υπερθαλάσσιο ύψος που ποικίλλει από τα 150-500 (8οο) m, ανάλογα με την έκθεση, την κλίση, το πέτρωμα, με κυριαρχία της χαλεπίου πεύκης και των αειφύλλων πλατύφυλλων, ενώ στο εσωτερικό της επικρατεί ένα μεταβατικό κλίμα, από το μεσογειακό προς το ηπειρωτικό, με κυριαρχία των φυλλοβόλων πλατύφυλλων (δρυός, καστανιάς, οξιάς) και των ορεινών μεσογειακών κωνοφόρων (ελάτης, μαύρης πεύκης). Στο υψηλότερο τμήμα του Άθω, πάνω από τα 1600 ή περίπου, κυριαρχεί ένα καθαρά ηπειρωτικό κλίμα που συνοδεύεται από την εμφάνιση της υπαλπικής βλάστησης.
Αποτέλεσμα της μεγάλης ποικιλίας των γεωλογικών σχηματισμών και πετρωμάτων, του πολύμορφου τοπογραφικού ανάγλυφου και της ποικιλίας κλιματικών τύπων, είναι να εμφανίζει η χερσόνησος του Άθω μία μεγάλη βιοποικιλότητα σε όλα τα επίπεδά της. Είναι ενδεικτικός ο μεγάλος αριθμός ειδών της χλωρίδας και της πανίδας (πάνω από 1200 είδη φυτών, 350 είδη μανιταριών), των μορφών βλάστησης (περίπου 50 τύποι φυτοκοινωνιών) και των τοπίων. Οι τύποι βλάστησης και τα τοπία δημιουργούν ένα μοναδικό μωσαϊκό ποικιλότητας, που σπάνια συναντά κανείς σε μία τόσο μικρή έκταση των 30000 ha του Αγίου Όρους.
Αλλά και ιστορικά διαφέρει επίσης η περιοχή του Αγίου Όρους από την υπόλοιπη Χαλκιδική. Ενώ κατά την αρχαιότητα οι δύο άλλες χερσόνησοι της Χαλκιδικής, Κασσάνδρα και Σιθωνία, είχαν κατοικηθεί αρκετά νωρίς, και αναπτύχθηκαν σ’ αυτές σημαντικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν κατακτηθεί από τους Αθηναίους, η χερσόνησος του Άθω, για τους λόγους που ήδη αναφέραμε, φαίνεται ότι ήταν αραιοκατοικημένη. Τα δάση της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας, λόγω της ήρεμης θάλασσας που τις περιβάλλει και της ύπαρξης φυσικών λιμένων, εφοδίαζαν με ξυλεία ναυπηγήσιμη και οικοδομήσιμη, και με ορυκτά των μεταλλείων κ.λπ. την αγορά των Αθηναίων και αργότερα του κράτους των Μακεδόνων, με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί σημαντική αλλοίωση ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Αντίθετα τα δάση της περιοχής του Άθω φαίνεται ότι παρέμειναν σχεδόν ανέπαφα, διατηρώντας το αρχέγονο του χαρακτήρα τους, τόσο σε ό,τι αφορά τη μείξη των ειδών, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα, όσο και τη δομή τους, η οποία διατηρείται ακόμη και σήμερα σε ορισμένα απομακρυσμένα σημεία.Η μοναχική ζωή, η οποία αποτελεί σταθμό για την εξέλιξη του φυσικού περιβάλλοντος, εμφανίζεται αρκετά νωρίς στη Χερσόνησο του Άθω, η οποία ονομάσθηκε αργότερα Χερσόνησος του Αγίου Όρους, αλλά μέχρι τα μέσα του 10ου αιώνα μ.Χ. ήταν σποραδική. Από τα μέσα όμως του 10ου αιώνα (963) αρχίζει, με την ίδρυση της Ιεράς Μονής της Μεγίστης Λαύρας, η συστηματική ανάπτυξη της μοναχικής ζωής, η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα του 15ου αιώνα με την ίδρυση 20 αυτόνομων Ιερών Μονών, οι όποιες συγκροτούν την αυτόνομη κοινότητα του Αγίου Όρους.
Η κοινότητα αυτή στην υπερχιλιετή ιστορία της γνώρισε εξάρσεις και υφέσεις, υπέστη τις συνέπειες της κυριαρχίας των διαφόρων κατακτητών, αλλά διατήρησε αλώβητο το αγιορείτικο μοναχικό πνεύμα. Σε περιόδους έξαρσης το σύνολο των μοναχών ξεπερνούσε τις 20.000, και αν υπολογίση κανείς και τους κοσμικούς οι οποίοι εργάζονταν ως εργάτες, κτίστες, υλοτόμοι κ.λπ., το Όρος έσφυζε από ζωή. Αυτό όμως το γεγονός είχε συνέπειες και στο φυσικό περιβάλλον, δηλαδή στο φυσικό χώρο που περιέβαλλε τις Ιερές Μονές. Ένα μεγάλο μέρος της ξυλείας που χρειάσθηκε για την οικοδόμηση, τις επισκευές και την ανοικοδόμηση των Ιερών Μονών προερχόταν από τα δάση του Όρους, ιδιαίτερα από τα δρυοδάση και τα δάση της καστανιάς, αλλά επίσης χρησιμοποιήθηκε και ξυλεία ελάτης και μαύρης πεύκης. Ο επιλεκτικός τρόπος υλοτομίας που εφαρμόσθηκε και οι περιορισμένες δυνατότητες μεταφοράς της εποχής εκείνης, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ικανότητα ανάπλασης των φυσικών οικοσυστημάτων, δεν αλλοίωσε ανεπανόρθωτα τη σύνθεση των οικοσυστημάτων τα οποία διατήρησαν την ποικιλότητα τους. Κάποια σημαντική όμως επίδραση υπέστησαν τα οικοσυστήματα των αειφύλλων πλατυφύλλων, στην περιοχή των οποίων έχουν κτισθεί τα περισσότερα μοναστήρια, σκήτες και κελλιά, από τα οποία προσπορίζονταν το καύσιμο ξύλο για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. Ακόμη και σήμερα μοναδική σχεδόν πηγή ενέργειας για πολλές μονές, σκήτες και κελλιά (σπίτια), είναι τα καυσόξυλα και τα ξυλοκάρβουνα. Αυτός είναι ο λόγος που γύρω σχεδόν από όλες τις Ιερές Μονές οι σχηματισμοί των αειφύλλων πλατυφύλλων εμφανίζονται περισσότερο ή λιγότερο υποβαθμισμένοι. Επίσης οι Ιερές Μονές, πέρα από την ανάγκη εξεύρεσης χώρου για τις κτιριακές τους εγκαταστάσεις και την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών και των αναγκών τους σε ξυλεία οικοδομών, χρειάσθηκαν και χώρους για την ενάσκηση γεωργικών καλλιεργειών για τη διατροφή των μοναχών και των επισκεπτών. Κυρίως ασχολήθηκαν με την λαχανοκομία, την ελαιοκομία, την αμπελουργία και την δενδροκομία. Για την απόκτηση των απαραίτητων, για την διαβίωση των μοναχών, εκτάσεων, χρειάσθηκε να εκχερσωθεί κάποια επιφάνεια δασών, η οποία όμως στο σύνολο της δεν ξεπερνά το 5-10% της συνολικής έκτασης της Χερσονήσου, η οποία ανέρχεται περίπου σε 30.000 ha, ή 300.000 στρέμματα (300km2).
Συνεπώς το περιβάλλον και το τοπίο δεν έμειναν εντελώς άθικτα. Η κάλυψη των αναγκών σε ξυλεία κατασκευών και καυσόξυλων επέδρασε στη σύνθεση και τη δομή των οικοσυστημάτων. Επειδή όμως όλα τα είδη, εκτός των κωνοφόρων, που συνθέτουν τα οικοσυστήματα του Αγίου Όρους, πρεμνοβλαστάνουν, και γενικά παραβλαστάνουν έντονα, και με δεδομένη την έλλειψη βοσκής ήμερων ζώων και ιδιαίτερα των γιδιών, η ανάπλαση και ανόρθωση των οικοσυστημάτων γινόταν εύκολα και σχετικά γρήγορα. Μ’ αυτό τον τρόπο το τοπίο έμεινε μακροχρόνια αναλλοίωτο. Ακόμη και μετά από πυρκαγιές τα οικοσυστήματα αυτά, τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές, αναλαμβάνουν και ανορθώνονται εύκολα λόγω της ικανότητας αναγέννησης των κωνοφόρων, και ιδιαίτερα της χαλεπίου πεύκης, και λόγω της υψηλής πρεμνοβλαστικής ικανότητας των πλατυφύλλων ειδών που τα συνθέτουν.
Από τα μέσα και προς το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει μία άλλη περίοδος για τα δασικά οικοσυστήματα της Χερσονήσου. Οι ανάγκες των μεταλλείων της Χαλκιδικής σε υποστηλώματα των στοών τους, αλλά και η αυξανόμενη χρήση του ξύλου της καστανιάς σε αγροτικές και άλλες κατασκευές, οδήγησε στην έναρξη της εφαρμογής μιας συστηματικής διαχείρισης των δασών, η οποία απέφερε και αποφέρει σημαντικό εισόδημα σε ορισμένες Ιερές Μονές. Η εφαρμοσθείσα μέθοδος των αποψιλωτικών υλοτομιών, και η εκδίωξη της ελάτης και των άλλων ειδών, είχε ως συνέπεια την αναγωγή των μικτών σπερμοφυών δασών της μεσαίας ζώνης σε σχεδόν αμιγή πρεμνοφυή-χαμηλά δάση καστανιάς. Αυτό οφείλεται στην υπεροχή των πρεμνοβλαστημάτων της καστανιάς σε ταχύτητα αύξησης έναντι όλων των άλλων ειδών, και στην αντοχή της στη σκιά. Έτσι τα μικτά, πυκνά, ανομήλικα, υψηλά, δαψιλά δάση, με τους γιγαντιαίους κορμούς, όπως τα περιέγραψε ο Griesebach (1839), μετατράπηκαν βαθμιαία σε σχεδόν αμιγή, πρεμνοφυή, ομοιόμορφα δάση καστανιάς, με μια εξίσου δαψιλή αύξηση και πυκνότητα.
Ανακεφαλαιώνοντας υπογραμμίζουμε ότι, η μεγάλη ποικιλία γεωλογικών σχηματισμών και πετρωμάτων, το πολύπτυχο της γεωμορφολογικής διαμόρφωσης του εδάφους, το μεγάλο σχετικά υπερ-θαλάσσιο ύψος του Άθω, ο οποίος ανορθώνεται απότομα σε σχήμα πυραμίδας (κώνου) από την επιφάνεια της θάλασσας στα 2033 m, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποικιλία κλιματικών τύπων, τη μόνωση της περιοχής και την έλλειψη βοσκής από νομαδική κτηνοτροφία, δημιουργούν ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό τύπων βλάστησης, από τους καθαρά μεσογειακούς μέχρι τους υπαλπικούς-αλπικούς, με μοναδική θαλερότητα και πληρότητα, καθώς και μεγάλη ποικιλία ειδών της χλωρίδας και της πανίδας.
Τα τοπία που δημιουργούνται από το συνδυασμό της βλάστησης και της μορφολογίας του εδάφους είναι σπάνιας ομορφιάς και ποικιλίας. Είναι μοναδικά. Συναντώνται από τα πιο «ήμερα» της παραθαλάσσιας ζώνης μέχρι τα πιο «άγρια» τοπία των φαραγγιών, των λιθώνων και των απόκρημνων βράχων. Όλα αυτά συνιστούν αυτό που λέγεται «μαγεία του Όρους», και που πρέπει να διατηρηθεί ανέπαφη. Το φυσικό περιβάλλον του Άγιου Όρους, αποτελεί και αυτό αναπόσπαστο στοιχείο της όλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του.
Σπύρος Ντάφης, Ομ. Καθηγητής Δασοκομίας Α.Π.Θ

Πηγή: «Το φυσικό κάλλος του Αγίου Όρους», “The natural beauty of Mount Athos”, Ημερολόγιο 2003, έκδοση «Αγιορείτικη Εστία».