Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ι.Μ. ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ)


Η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, επονομαζόμενη και Ρουμανική, βρίσκεται σε άγονη, βραχώδη τοποθεσία, στο ανατολικότερο άκρο της χερσονήσου του Άθω και σε υψόμετρο 250 μέτρων. Ανήκει στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, από την οποία απέχει περίπου μία ώρα.
Ήδη από τον 15ο αιώνα ήταν ονομαστό κελλί και έφερε το όνομα «Γιαννακόπουλον». Μέχρι το 1754 δέχθηκε αλλεπάλληλες μετατροπές. Το 1772 το κελλί ανήκε σε Χίους ησυχαστές. Είχε εγκατασταθεί εδώ ο Χίος ιερομόναχος Ιωσήφ με τη συνοδεία του και κατέβαλε προσπάθειες να δώσει σ' αυτό τη μορφή μικρής μονής. Το κελλί γίνεται πόλος έλξης πολλών μοναχών και καθίσταται κέντρων των Χίων ησυχαστών.
Ο πρώτος Βλάχος που έρχεται να μονάσει στο κελλί είναι ο ιερομόναχος πνευματικός Ιουστίνος, ο οποίος βάζει στόχο να αυξήσει το κελλί και με θείο ζήλο προσπαθεί να το μεταρρυθμίσει σε σκήτη, που ν' ανήκει στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Για τον λόγο αυτό κατέβαλε αμέτρητους κόπους και υπερβολικά έξοδα.
Μετά τον θάνατό του, οι επόμενοι μοναχοί του «Γιαννακόπουλου», αγνοούντες τις προσπάθειές του, δέχτηκαν το σπίτι σαν κελλί και έτσι συνέχισε να είναι μέχρι το 1817, όταν ο Μητροπολίτης Μολδαβίας Βενιαμίν, αποστέλλει επιστολή στη Μεγίστη Μονή της Λαύρας και κατορθώνει, τον Ιούνιο του 1820, ν' αποσπάσει Συμβόλαιο αυτής, αποτελούμενο από 13 άρθρα, προς τους Μολδαβούς Γερω-Ποτάπιον και Γρηγόριον, το οποίο αναφέρεται στη μετατροπή του κελλιού σε Σκήτη Μολδαβική «…Μετά την αποβίωσιν του μακαρίτου Ιουστίνου εδέχθησαν το οσπήτιον εκείνο οι διάδοχοί του ως κελλίον πάλιν με μοναστηριακήν ομολογίαν κατά την συνήθειαν του Αγίου Όρους. Αλλ' ο πανιερώτατος και σεβασμιώτατος ημών Δεσπότης άγιος Μολδαβίας κυρ Βενιαμίν, γινώσκων τον σκοπόν του Ιουστίνου και φιλοτιμούμενος ν' αποκατασταθή το κελίον εκείνο κοινοβιακή Σκήτη Μολδοβάνων προς ανάπαυσιν των εις τα ενταύθα χάριν ησυχίας και μοναδικής πολιτείας επιδημούντων αδελφών Μολδοβάνων, έγραψεν άπαξ και δις τη καθ' ημάς ιερά Αδελφότητι, αξιών να συγκατανεύση εις την θεοφιλή ταύτην αίτησιν της σεβασμιότητός του και να συστηθή το κελλίον του Τιμίου Προδρόμου κοινοβιακή σκήτη του ευσεβούς γένους των Μολδοβάνων. Όθεν περιχαρώς δεξάμενοι την ένθεον προτροπήν της αυτού σεβασμιότητος δεδώκαμεν τοις εις τα ενταύθα Μολδοβάνοις την περί Σκήτης άδειαν και ανάκτισιν κελλίων. Πλην λείποντος εις Μολδαβίαν του οσιωτάτου Γέρω-Ποταπίου, ος ην διάδοχος του μακαρίτου Ιουστίνου, δεν επεκυρώθη τότε η άδεια μ' ενσφράγιστον γράμμα του ιερού ημών Μοναστηρίου προς ησυχίαν και ανάπαυσιν των εκείσε προσκαρτερούντων αδελφών. Ήδη δε, ελθόντος του ειρημένου Γέρω-Ποταπίου και ενώπιον της ιεράς ημών Συνάξεως παραστάντος μετά του συναδέλφου αυτού Γρηγορίου Μοναχού, εζήτησαν αμφότεροι μεθ' ικεσίας έγγραφον επικύρωσιν, κατά την γνώμην του σεβασμιωτάτου αγίου Μολδαβίας και Γέροντος ημών περί της συστάσεως της ιεράς ταύτης Σκήτεως, ήτις με ψιλόν όνομα μέχρι σήμερον υπάρχει. Και δη αποδεξάμενοι την ένθερμον αίτησιν αυτών καθώς και πρότερον, βεβαιούμεν την σύστασιν της κοινοβιακής ταύτης ιεράς Σκήτεως των Μολδοβάνων δια του παρόντος ημών ενσφραγίστου γράμματος διηρημένου εν τοις εφεξής κεφαλαίοις…».
Το σημαντικότερο άρθρο του Εσωτερικού Κανονισμού είναι το 8ο «επειδή έξωθεν της περιοχής της Σκήτης ευρίσκονται καλύβαι εν αις κατοικούσι Μολδοβάνοι και Ρωμαίοι, οίτινες δυσαρεστούμενοι, δεν υποτάσσονταν στη Σκήτη, αυτοί να είναι εξαρτημένοι της Λαύρας»
Όμως ο επόμενος χρόνος (1821) και τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν, ως το 1830, γίνονται αιτία να ναυαγήσουν όλα τα σχέδια. Λόγω των ανωμάλων καταστάσεων που προέκυψαν από την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι δύο ανωτέρω μοναχοί Ποτάπιος και Γρηγόριος, φέροντες μαζί τους το σημαντικό έγγραφο του Εσωτερικού Κανονισμού, μετέβησαν στη Μολδαβία, στο Μοναστήρι Νεαμτζουλούη, όπου και απεβίωσαν. Εν τω μεταξύ η Κυρίαρχος Μονή παραχωρούσε το σπίτι σε διαφόρους Μοναχούς σαν κελλί.
Και φθάνουμε στα 1852, όταν δύο Μολδαβοί, ο Νήφων και ο Νεκτάριος, αγοράζουν από την Κυρίαρχο Μονή το κελλί με το ποσό των 7000 γροσίων. Σύντομα, χάριν ελέους, επισκέπτονται την Μολδαβία, όπου πληροφορούνται ότι το έγγραφο του 1820 βρίσκεται στη Μονή Νεαμτζούλούη. Αφού το πήραν το έδειξαν στον τότε ηγεμόνα Γρηγόριο Γκίκα και του εξήγησαν τα της υποθέσεως. Την 19η Απριλίου 1852, ο Μητροπολίτης Μολδαβίας Σωφρόνιος, σαν εκπρόσωπος του Ηγεμόνα και των δύο μοναχών, απέστειλε επιστολή στη Μεγίστη Λαύρα με την οποία ζητούσε «όπως παραδεχθή την περί εκ νέου συστάσεως της Σκήτης ταύτης γενομένην δι' εμού πρότασιν των ευσεβών Μολδαβών, επικυρούσα και αύθις τα δικαιώματά της δυνάμει του προμνημονευθέντος ενσφραγίστου εγγράφου της, όπερ διατηρείται εισέτι ανέπαφον παρ' ημίν ενταύθα».
Η Μονή Μεγίστης Λαύρας, αφού κάλεσε τους Νήφωνα και Νεκτάριο, συνέταξε στις 24 Σεπτεμβρίου 1852 έγγραφο, αποτελούμενο από 4 άρθρα, με το οποίο ονόμαζε το κελλί Μολδαβική Σκήτη «…και κατεχωρίσθη εν τω της Ιεράς Κοινότητος κώδικι». Το γεγονός αυτό ανήγγειλαν οι πατέρες στον ηγεμόνα Γκίκα ο οποίος διέταξε να χορηγούνται ετησίως 300 φλωρία.
Σε νέα τους μετάβαση στη Μολδαβία (5 Σεπτεμβρίου 1855), οι Νήφων και Νεκτάριος, πέτυχαν την έκδοση από τον ηγεμόνα του υπ' αριθμ. 7.134 της 14ης Δεκεμβρίου 1855 χρυσοβούλλου, με το οποίο η Σκήτη ωνομαζόταν ρωμουνική. Στη συνέχεια ο Γκίκας έγραψε στον Οικουμενικό Πατριάρχη ζητώντας την έκδοση σιγιλλίου, το οποίο εξεδόθη τον Ιούνιο του 1856, επί Κυρίλλου Ζ΄.
Την 15η Μαρτίου 1857 θεμελιώνεται το Κυριακό από τον Δικαίο της Σκήτης Νήφωνα, ο οποίος απέστειλε δύο αδελφούς στον ηγεμόνα και στον Μητροπολίτη Βλαχίας, να αναγγείλουν την έναρξη της ρωμουνικής Σκήτης. Αυτοί, μετά την άφιξή τους, τον Απρίλιο του 1857, έκαναν έκκληση προς όλο του ρουμανικό έθνος, ζητώντας συνδρομή για τη ρουμανική Σκήτη του Άθω. Τότε ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Δημητρίου Γκίκας προσέφερε 500 φλωρία και μέσα σε δύο χρόνια συγκεντρώθηκαν 4.226 φλωρία και πολλά αφιερώματα.
Με την πάροδο του χρόνου συγκεντρώθηκαν και άλλοι Μοναχοί ρωμούνοι, οι οποίοι υπερτερήσαντες των Μολδαβών, άρχισαν να εγείρουν αξιώσεις και ν' απαιτούν από τον Δικαίο και κτίτορα της Σκήτης Νήφωνα, να εξαλειφθεί το Μολδαβικό όνομα αυτής και να μεταβληθεί σε Ρωμουνικό Κοινόβιο. Επειδή ο Νήφων δεν δέχτηκε αυτή την πρόταση, διαιρέθηκαν οι μοναχοί της Σκήτης σε δύο ομάδες, Βλάχους και Μολδαβούς. Τότε ο Νήφων αφήνει τοποτηρητή τον Πνευματικό Καλλίνικο και μαζί με τον Νεκτάριο αναχωρεί για το Ιάσιο, όπου παρέμεινε τρία χρόνια εισπράττοντας ελέη για τη Σκήτη. Κάθε φορά που οι πατέρες έγραφαν σ' εκεινον, σαν Δικαίο, να επιστρέψει, αυτός έστελνε την παραίτησή του. Τελικά το 1870, μετά την αποστολή και της τρίτης παραιτήσεως, αναγκάζονται οι πατέρες και με προτροπή του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, να εκλέξουν Δικαίο τον αρχηγό των Βλάχων Δαμιανό.
Ο Δαμιανός έχοντας την υποστήριξη του Ρουμάνου ηγεμόνα Καρόλου Α΄, μετατρέπει αυθαίρετα τη Σκήτη σε μονή (1881), και όταν επιστρέφει ο Νήφων με 35 Μολδαβούς, ο Δαμιανός του αποκλείει την είσοδο. Μετά την ανακήρυξη του Καρόλου σε βασιλιά, ο φυλετισμός στη Σκήτη και οι αυτονομιστικές ενέργειες βρίσκονται σε έξαρση. Αυτός είναι ο λόγος που η Κυρίαρχος Μονή ζητά την επέμβαση του Πατριαρχείου και την εκδίκαση της υπόθεσης απ' αυτό. Έτσι συνοδικό έγγραφο, υπογραμμένο κι από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ (Ιούλιος 1881), επικυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Μεγίστης Λαύρας επί της Σκήτης και αναγνωρίζει τα πρωτεία των Μολδαβών – ιδρυτών της Σκήτης. Τέλος το 1882 υπογράφεται συμφωνία μεταξύ της Λαύρας επί της Σκήτης όπου τονίζεται ο εξαρτηματικός χαρακτήρας της δεύτερης και καταργείται η διάκριση μεταξύ Μολδαβών και Βλάχων. Η Σκήτη ορίζεται ως «Βλαχομολδαβική» και λίγο μετά, ως «Ρουμανική».
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Σκήτη θα βρίσκεται σε ακμή και θα αριθμεί 105 μοναχούς (30 Τρανσυλβανούς, 50 Ρουμάνους, 25 Μολδαβούς). Θα οργανώσει μεγάλα έργα, όπως: τη διώρυξη σήραγγας στον αρσανά της, στον Ακράθω. Τη δημιουργία μουσείου, εικονογραφείου, καθώς και άλλων εργαστηρίων.
Σήμερα εγκαταβιούν 25 μοναχοί Ρουμανικής καταγωγής.
Το Κυριακό της Σκήτης Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται στο μέσον της αυλής και θεμελιώθηκε το 1857. Έχει μήκος 30 και ύψος 18 μέτρα. Είναι αφιερωμένο στη βάπτιση του Χριστού.
Είναι αγιορείτικου ρυθμού εξ ολοκλήρου αγιογραφημένο από Ρουμάνους ζωγράφους το 1863, με τρεις τρούλους και εξωνάρθηκα. Φυλάσσονται τα Άγια λείψανα διαφόρων αγίων και εικόνες μεταξύ των οποίων η Παναγία η Αχειροποίητος.
Για την Αχειροποίητο Εικόνα της Θεοτόκου ο Γερ. Σμυρνάκης (σελ. 423) αναφέρει: Εν τω Κυριακώ εύρηται ανηρτημένη επί του κατ' ανατολάς αριστερού κίονος αχειροποίητος εικών της Θεομήτορος μόνον κατά την μορφήν, ην ο εν Ιασίω ζωγράφος Γιωργάκης Νικολάου ονόματι πολλά μοχθήσας και μη δυνηθείς να ιστορήση κατά την θέλησιν του τότε Δικαίου της σκήτης Νήφωνος Ιερομονάχου (1857-1870) και κατά την ιδίαν αυτού τέχνην παρήτησεν ανεπιμέλητον εν ερμαρίω, ίνα παραλάβη αυτήν ο ειρημένος Δικαίος. Ημέραν τινά όμως, ως αφηγήθη ημίν ο μέχρι του Δεκεμβρίου 1899 ζων Ιερομόναχος Νήφων, λαβών αυτήν ο ρηθείς ζωγράφος εκ του ερμαρίου προς δυνατήν αποπεράτωσιν εύρε λαμπράν και ωραίαν την μορφήν, ως σήμερον δείκνυται. Τότε δε ούτος εξέδωκε τη 29η Ιουνίου 1863 εν Ιασίω πιστοποιητικόν, δι΄ου δηλοποιεί: «Αφού κατά την τέχνην μου επέρασα το πρώτον και δεύτερον χέρι επί των ενδυμάτων και του προσώπου της εικόνος , κατά το τρίτον χέρι είδον την Παναγίαν και τον Χριστόν ηλλοιωμένους την μορφήν. Διό εξοργισθείς ενόμισα ότι επιλαθόμενος της τέχνης μου δεν ηδυνάμην να τελειοποιήσω την εικόνα. Και επειδή ήτο εσπέρα, κατεκλίθην, ίνα την επαύριον μετά ζέσεως επαναλάβω την εργασίαν. Την δε πρωίαν ποιήσας τρεις μετανοίας προς έναρξιν της εργασίας, ω του θαύματος! Εύρον τα πρόσωπα της Θεομήτορος και του Χριστού υπερφυώς συντετελεσμένα.
Ο εξωνάρθηκας περικλύεται με περίτεχνο τζαμωτό. Σε χώρο πάνω από τον εξωνάρθηκα, στεγάζεται το σκευοφυλάκιο της Σκήτης με αρκετά μεγάλο αριθμό κειμηλίων.
Οι πτέρυγες της Σκήτης Τιμίου Προδρόμου, σχηματίζουν ορθογώνιο. Στη διώροφη δυτική πτέρυγα βρίσκεται η είσοδος της Σκήτης με το καμπαναριό ύψους 25 μέτρων, παρεκκλήσι, καθώς και το αρχονταρίκι, η τράπεζα το μαγειρείο.
Στη μονόροφη ανατολική πλευρά σε αυτοτελές κτίσμα, η βιβλιοθήκη ,ο φούρνος, και το ξυλουργείο.
Η βιβλιοθήκη αριθμεί 5000 έντυπα βιβλία, τα περισσότερα του 19ου αιώνα και γραμμένα στην Ρουμανική γλώσσα. Διαθέτει και 130 χειρόγραφα.
Στη Νότια πτέρυγα κτισμένη το 1882 είναι τα κελλιά των μοναχών, το Συνοδικό, το γραφείο του Δικαίου και το Νοσοκομείο. Στην εξωτερική πλευρά βρίσκεται ο ναός του Τιμίου Προδρόμου από το αρχικό Κελλί και πρώτο Κυριακό της Σκήτης. Στη Βόρεια πτέρυγα βρίσκονται κελλιά για μοναχούς και ένα παρεκκλήσιο.
Στη Σκήτη, πλην του Τιμίου Ξύλου υπάρχουν και τα εξής λείψανα: του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Κλήμεντος, των Αγίων Μαρτύρων Μηνά και Βίκτωρος, αίμα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Σημητρίου, Τμήμα λίθου του Παναγίο Τάφου κλπ.