Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» στο Άγιο Όρος

Ένα μικρό μέρος του μεγάλου, αλλά εξαιρετικά γραμμένου, «οδοιπορικού - προσκυνήματος» του Βασίλη Λιόγκαρη δημοσιεύουμε σήμερα (Κυριακή 9 Ιούνη 2002), με την ελπίδα πως κάποια άλλη στιγμή θα συνεχίσουμε και θα τον ακολουθήσουμε βήμα βήμα...


Καθ' οδόν στο Άγιον Όρος
«Σαν βγεις στο πηγεμό για το Άγιον Όρος να σταθείς με σεβασμό και πίστη. Θολωμένο μην έχεις το μυαλό από έγνοιες μαυλιστικές κι απόκοσμες παραπλανητικές σκέψεις. Μη σταθείς κριτικά και επικριτικά με μάτι αυστηρού δικαστή, ζητώντας λεία τελειότητα σ' έναν κόσμο τεθλασμένο.
Μην παρασυρθείς από ευτελείς παραφωνίες και παρατυπίες να βγάλεις συμπεράσματα από ήθη και συνήθειες αιώνιες που μπορείς να συνταντήσεις.
Σώμα εξασκημένο και νου καθαρό, εξαγνισμένο να 'χεις!
Έχεις να διαβείς κακοτράχαλα χιλιοχρονίτικα μονοπάτια, έχεις να δεις πράγματα ανίδωτα, έχεις να θαμάσεις.
Να 'χεις την καρδιά αγνή να μπορέσει να χωρέσει όλονε τούτο το θαμασμό.
Την ψυχή καθαρή κι αμόλευτη τη σκέψη, να μπορέσεις να δεχτείς το θείο μήνυμα και να νιώσεις την αξιοσύνη του τόπου. Των προσώπων. Των πραγμάτων. Να προσκυνήσεις.
Αλλιώς ο κόπος άδικος. Θα πεις πως πέρασα από ένα μέρος που η φύση έχει προικίσει με άπειρες ομορφιές. Και τι μ' αυτό;
Η φύση αστείρευτη πηγή απλόχερα προσφέρει τις ομορφιές της και σ' άλλους τόπους.
Τι είναι αυτό που δίνει ιδιαιτερότητα στο Άγιον Όρος; Τι είναι τούτο που το κάνει ξεχωριστό;
Πρέπει να πας και να ξαναπάς. Πρέπει μονοπάτι το μονοπάτι να γυρίσεις. Πρέπει ν' ανηφορίσεις και να κατεβείς, να κοψομεσιαστείς. Ν' αγκομαχήσεις από κούραση ή κομμένη ανάσα για λιοπύρι απάνθρωπο βασανιστικό συναντήσεις για ψιλόβροχο, για καταχνιά.
Πρέπει με τις ώρες να σταθείς στην Παναγιά τη Γλυκοφιλούσα. Την Παναγιά την Τριχερούσα. Το Αξιον Εστί. Την Παναγία την Πορταΐτισσα, να γίνει μετάγγιση γνώσης και πίστης. Κι άμα τα καταφέρεις όλα αυτά, κι άμα θηκέψεις τα υπάρχοντά σου σε έγνοιες αποκοιμισμένες. Φυλακίσεις παράταιρες αισθήσεις, και άμα, είσαι έτοιμος να κινήσεις τη μεγάλη πορεία. Πρόσεξε να συλλάβεις τη σημασία, τη μεγαλοσύνη, τη μακαριότητα. Κι αν νιώσεις «εν ειρήνη», έκανες το πρώτο βήμα. Κι είναι βήμα σταθερό προσαρμογής στον τόπο, το χρόνο, τον καιρό.
- Η Ουρανούπολη είναι το τέλος ενός κόσμου και η αρχή ενός άλλου.
Ο πύργος του Προσφυρίου πανύψηλος επιβλητικός φάρος και μπούσουλας από στεριά και θάλασσα. Εφτάπατος. Στοιχειωμένος θαρρείς από φαντάσματα κι αγριοπούλια. Μια γριά Φραντζέζα λένε πως τον κατοικεί. Τετράριχτη πλακοντυμένη σκέπη. Ξύλινα μπαλκόνια ζυγιάζουνε ήχους, κρωγμές και ζάλη. Ζεματίστρες παράταιρες, χρόνια πολλά στην άκρη της θάλασσας μετράει κύματα και ξαγναντεύει τα καΐκια με τους μοναχούς στο μακρινό ταξίδι.
Να βιαστείς, γιατί το καΐκι έχει την ώρα του.
Ξέχασε πως πέρασες τον Χολομώντα, την Αρναία, τα Στάγειρα, τη Στρατονίκη, την Ιερισσό και δες τι ξανοίγεται μπροστά σου. Είσαι επισκέπτης και προσκυνητής μην το λησμονήσεις. Η προετοιμασία του μπάρκο τυπική απέριττη. Χρόνια και χρόνια το ίδιο δρομολόγι και να μπροστά θάλασσα αρυτίδωτη. Θάλασσα πράσινο γαλανό γυαλί. Καθρεφτίζονται νεράιδες πανέμορφες και γοργόνες και μόνο ο αχός της μηχανής που συνοδεύει.
Ακρογιαλιές σε επίμονη ίσα γραμμή. Και βράχοι κάτασπροι παιδεμένοι από χειμωνιάτικη αντάρα. Αντιφεγγίζονται γραμμές και σχήματα και χρώματα σωρό. Ολα τα πράσινα σωρό. Κι αρμενίζει γιαλό γιαλό. Φαίνονται οι κόκκινες κεραμιδοσκεπαστές σκεπές και οι γκρίζες σχιστόπλακες. Η χερσόνησος του Αθω στο νοτιά τραβά μέχρι που παίρνει το μάτι κι ακόμα παραπέρα. Τα πρώτα χτίσματα. Μισογκρέμισα. Χαμένα στο χρόνο. Ενας τρούλος λιγνός σαν κυπαρίσσι. Κι άλλος τρούλος. Το ίδιο λιγνός. Σύριζα ο αρσανάς. Κάτασπρος γιαλός. Κάτασπρο ξεθωριασμένο βότσαλο. Ξαπλωμένοι δυο κορμοί. Το δάσος πράσινο βαθύ. Δυο ρουφηξιές τσιγάρου δρόμος. Από δω και πέρα θα μνημονεύει στο χρόνο παμπάλαια κελιά σε μια ανελέητη επανάληψη. Σε προετοιμάζουνε να δεχτείς ή μάλλον να γνωρίσεις το μοναχικό βίο. Κι άσε τον εαυτό σου να περιπλανηθεί στη μοναξιά που διάλεξε για να λευτερωθεί. Ετσι είναι. Και μετά άλλος αρσανάς. Τρία κυπαρίσσια πανύψηλα. Κι ύστερα λιόφυτα αμπέλια.
Και να που δέχεσαι την επιρροή. Και να που η προσαρμογή σου είναι θέμα χρόνου».
Η ασκητική φυσιογνωμία του γέροντα που συνταξιδεύεις σου φάνηκε μακρινή. Ετσι απόκοσμη πελεκημένη από το χρόνο. Αυλακωμένη απ' τη στέρηση, παιδεμένη από συννεφιά. Και σαν πλησίασες χάθηκε η συννεφιά κι έλαμψε ήλιος φωτεινός ανάμεσα σε κάτασπρα γένια και μαλλιά. Σ' ένα ταγάρι στον ώμο κρεμασμένο τα υπάρχοντά του. Ετσι πράος, έτσι γαλήνιος, έτσι ξεχασμένος. Ολος προθυμία να σε φωτίσει με τη γνώση και την πείρα του.
- Τι είναι γέροντα Θεός;. Μετράει το κομποσκοίνι.
- «Αυτό που κρύβεις στην ψυχή σου παιδί μου. Είτε μικρό είναι είτε μεγάλο».
Φορά καλογέρικο σκουφί χοντροπλεγμένο. Κεντημένος κόκκινος σταυρός.
Ακλάδευτο περβόλι. Το περβόλι της Παναγιάς.
Πολιτεία θεοκρατούμενη. Θεόχτιστος θεσμός η μοναχική ζωή. Από την απόγνωση στην ελπίδα. Κι ύστερα η αναζήτηση, η έρευνα, το πάθος και η συνήθεια.
Κορόνα του η Παναγιά. Η Πλατυτέρα των Ουρανών. Σημάδι χιλιόχρονης ζωής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ζωή πολυκύμαντη σαν όλες τις μεγάλες ζωές της Ιστορίας. Ιστορία του Ορους. Η ιστορία του ορθόδοξου μοναχισμού. Αλλόκοτη πολιτεία. Θες βυζαντινή πέστη. Θες μεσαιωνική έτσι ατόφια και αναλλοίωτη. Κάστρα τα μοναστήρια. Χωριά οι σκήτες. Σε κάθε ακρογιάλι, σε κάθε ξέφωτο, σε κάθε φαράγγι σκορπισμένα.
Ηρθε, πέρασε ο χρόνος και δεν πείραξε τίποτα. Λίγνεψε η θάλασσα να πιάσει κάβο το καΐκι.
«Η Μονή Δοχειαρίου. Ψιθυρίζει ο σεβάσμιος γέροντας». Ιδρύθηκε από τον Ευθύμιο Δοχειάρη προς τιμήν του Αγ. Νικολάου. Όπου τιμή και εξουσία κατέχει η θαυματουργός εικόνα της Θεοτόκου - Παναγιά η Γοργοϋπήκοος. Θόλοι μολυβοσκέπαστοι. Πύργος πανύψηλος εξουσιαστής. Το κυπαρίσσι πανάρχαιο, ακόμα πιο ψηλό. Οι ξαματίστρες φθαρμένες, η απλωταριά ξύλινη, πλακοστρωμένος ανήφορος οδηγεί στην πύλη του μοναστηριού.
Ο αρχοντάρης, η ψυχή του μοναστηριού, του κάθε μοναστηριού ένα πλατύ χαμόγελο να σε καλωσορίσει. Να σε φιλέψει λουκούμι και ρακί να σου απαλύνει την κούραση.
Γιαλό γιαλό πηγαίνεις. Στραφτολογάει το άσπρο βότσαλο. Ήρεμη συνύπαρξη. Σχήματα, χρώματα, όγκοι. Πλάτυνε την καρδιά σου να χωρέσει. Γίνου μάτια γιομάτος κι αυτιά και δάχτυλα. Ασήκωτη η ομορφιά σε ξεσηκώνει. Λίγο παρέκει η Μονή Ξενοφώντος. Η χαρά του γέροντα ατελείωτη. Μπορεί ώρες να σου μιλά, θέλει να ξεδώσει, θέλει να σου γεμίσει το μυαλό με ό,τι όμορφο πιστεύει. Πιο χαμηλό απ' το Δοχειάρι, έχει την άνεση στο μάκρος. Μπουκέτο από τρούλους το καθολικό. Γύρω τοιχία και πολεμίστρες και καμπαναριό. Μπαλκονάκια ξύλινα. Όλα πιο σεμνά όλα πιο λιτά. Πίσω πευκώνας και καστανιές και φλάμουρα. Δεν έχεις χρόνο να σταθείς. Ο καϊκτσής χρόνια τώρα κάνει τούτο το ταξίδι, κάθε μέρα φορτώνει, ξεφορτώνει, χάνεται. Άφησε δυο γέροντες. Το καλημαύκι ανεμίζει. Ο καιρός είναι καλός. Κοντοζυγώνει Δεκαπενταύγουστο. Η πιο μεγάλη, η πιο τρανή μέρα στο Όρος.
Και να, το καΐκι θα πιάσει τη σκάλα του Ρωσικού. Δεν είναι μοναστήρι αυτό. Πολιτεία ολάκερη, και τι να πρωτοχαρείς. Πλατάνια δίπλα στο κύμα. Κι όμως, δίπλα στο κύμα. Τινάζουνε μπόι στους τοίχους της μονής. Λιοπύρι βασανιστικό. Κι η σκιά ξεκούραση. Η βρύση θολοσκέπαστη. Η κληματαριά γλυκό κίτρινο σταφύλι. Πατωσιά από καλντερίμι. Ο κισσός φιδοσέρνεται στα τοιχία και στα δέντρα.
Ο θόλος πράσινος. Οι θόλοι πράσινοι. Πολλοί θόλοι. Πολιτεία ολάκερη σου λέω. Λιθάρια χορταριασμένα. Κυπαρίσσια σε σύναξη.
Ο Άγιος Παντελεήμονας. Είναι τ' όνομα της μονής. Τρεις χιλιάδες κελιά, μέσα κι έξω ένα γύρω. Χτίσματα ψηλά και μακριά. Σήμερα ερειπωμένα. Ακατοίκητα. Βομβαρδισμένα αγριοπούλια κουρνιάζουνε. Λιμανάκια και αποβάθρες απανωτές. Έτοιμα να δεχτούν πολλούς προσκυνητές. Ατέλειωτο το μοναστήρι. Μια καμπάνα που ζυγίζει κάπου δεκατέσσερις τόνους χαλκό. Βάλε με το νου σου καμπάνισμα. «Όταν ο καιρός είναι ούριος φτάνει ο ήχος μέχρι Σκιάθο και Αλόννησο», λέει ο γέροντας. Έργο εντυπωσιακό, αλαζονικό. Ρούσικο μπαρόκ. Αχόρταγη η ψυχή του ανθρώπου να υπηρετήσει το Θεό. Αχόρταγος ο θάνατος να δικαιώσει την ύπαρξή του.
Πας ν' αποξεχαστείς, να μη θυμάσαι. Σε τραβά η θάλασσα, σε τραβά το πλατάγισμα της μηχανής.
Αραξοβόλι της πολιτείας. Λιμάνι του Άθω η Δάφνη. Μικρολίμανο, ανοιχτό στο άγριο κύμα. Βάρκες και καΐκια και κίνηση.
Η Δάφνη ήταν κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας, την οποία αγάπησε με πάθος ο Απόλλωνας. Αυτή για να διαφυλάξει την παρθενία της κατέφυγε στον όρμο των παρθένων του Άθω. Η Δάφνη, το πρώτο στεριανό πάτημα στο Όρος και γύρισε χίλια χρόνια πίσω. Ταπεινό, ασήμαντο ψαροχώρι. Ολόγυρα στο μικρό μόλο μαζεύεται η ζωή. Βιασύνη. Ένα ανακάτωμα λαϊκοί και μοναχοί. Μικρομάγαζα. Μικρά αγιορείτικα ενθύμια. Μοσχολίβανο, εικόνες, ρακί, σάβανα, σταυρουδάκια, μπιχλιμπίδια, κάσκες οδοιπόρων, μπαστούνια. Μικρά ασήμαντα μαγερειά με φασολάδα. Καφενές με ξύλινους πάγκους κάτω από τσίγκινα στέγαστρα. Κληματαριές κι άγιο κλήμα. Μικρές γαλάζιες ορτανσίες.
Πλευρίζει στο αρσανάκι το καΐκι. Ένας κόσμος έρχεται. Ένας άλλος έτοιμος να φύγει. Ένα παλιό λεωφορείο περιμένει να φορτώσει αυτούς που ξεμπαρκάρουν. Ένας και μοναδικός δρόμος. Οι Καρυές. Πρέπει να φτάσεις στις Καρυές οπωσδήποτε. Προσκυνητής είσαι, μουσαφίρης, πρέπει να παρουσιαστείς στην Ιερά Επιστασία και να εφοδιαστείς με ειδικό συστατήριο έγγραφο που λέγεται διαμονητήριο. Με το χαρτί αυτό στην τσέπη και με κέντρο κίνησης τις Καρυές αρχίζει το οδοιπορικό σου.
Το μικρό λεωφορείο ξεκινά. Δε βρήκες θέση. Πού να βρεις; Άλλοι κρέμονται στα πλάγια. Ανηφορίζει. Αγκομαχά κι ανηφορίζει. Καταπίνει τις στροφές. Η θάλασσα καταγάλανη πλέκεται στα πόδια σου. Τα πλεούμενα σωρό. Ο δρόμος σκαλισμένα κατσάβραχα. Η βλάστηση γύρω οργιάζει. Πώς μπλέκεται έτσι η βλάστηση... Δε θα βγάλεις άκρη. Όλα τα πράσινα μαζί. Δίστρατα με ξύλινους σταυρούς και μονοπάτια. Κι αν σου βρεθεί το ξέφωτο μην παραλείψεις να δεις απόμακρη πια τη θάλασσα, στην άβυσσο χαμένη. Και τα πλεούμενα κουκκίδες ασήμαντες. Μπήκες σε δάσος πάλι και σκοτείνιασε ο ήλιος. Να βάλεις το κεφάλι μέσα απ' το παράθυρο. Κλώνοι και φυλλωσιές σου ‘χουνε θυμό. Θα μπουν να σε χτυπήσουν. Έχουνε βασίλειο κι εξουσία. Τεράστιες οξιές, αγριοκαστανιές, καρυδιές, κέδροι. Όλα τα πράσινα. Συνάμα ειρήνη και πόλεμος.
Πήρες να κατηφορίζεις. Ένιωσες πως ημέρεψε το πράσινο, ξέφωτα ανοιχτά. Πλημμύρα οι μπαχτσέδες. Νερά τρεχούμενα. Θάμνοι κι αγριόθαμνοι και φουντουκιές.
Φτάνεις στις Καρυές. Όχι, δε θα πεις πως κουράστηκες. Δε φτουράει κούραση εδώ. Η λαχτάρα είναι πιότερη. Τελευταία στροφή. Πρωτοαντίκρισες την πρωτεύουσα του Όρους. Πλακοντυμένες σκεπές από γκρίζο. Κεραμιδένιες σκεπές από κόκκινο. Ψηλές καμινάδες προσαρμογή στον τόπο, στον καιρό. Λιθόστρωτα σπαρμένα αραιά σπίτια. Δίπατα. Τρίπατα. Άλλα κατοικούνται, άλλα όχι. Παμπάλαια, εγκαταλειμμένα. Σημαδεμένα από την ιστορία. Αρχοντική αγιορείτικη κοψιά κι αρχιτεκτονική. Όλα με παρεκκλήσια. Ανοιχτά παράθυρα να μπει το φως. Και τα λουλούδια στις αυλές ανθισμένα. Ξέχασε πως βρίσκεσαι στην εποχή σου. Είσαι μέσα σε μια ταινία εποχής με σημερινά ρούχα. Μεσαιωνικής εποχής. Ζεις και αναπνέεις τον αέρα της και τον τρόπο ζωής. Θηλυκό δεν υπάρχει. Ανυπαρξία. Άξιο ν' απορείς με τ' ανθισμένα ζουμπούλια και γιασεμιά. Μοσχοβολά ο αγέρας, ο φταίχτης, ο γονιμοποιός.
«Κάπου τ' ανθρώπινο χέρι, τ' ανθρώπινο μυαλό χάλασε το τοπίο. Προσγειώθηκες στο σήμερα. Το καινούριο χτίσμα, το τσιμέντο, η καινούρια αίσθηση απέναντι στο παλιό. Μην πεις μέσα σου την παλιοκουβέντα. Μη μιλήσεις για κακογουστιά. Πάνω απ' όλα η άνεση και η βοή. Συ μείνε στην πλάνη σου και διάβαινε τα λιθόστρωτα σοκάκια. Καλημέρισε το γέροντα που θα συναντήσεις. Χάζεψε την ορτανσία, την καμέλια, το γεράνι. Από δω οι κολοκύθες, από κει οι φασολιές. Μπουκαμβίλια περιπλεγμένη. Τα τζάνερα ώριμα. Παρέκει μελιτζάνα και πιπεριά, στη μέση θεριό πλατύφυλλος βασιλικός.
Βρυσούλα αμόλυντη νύχτα μέρα. Πιες νερό και δες λεύτερο ρυάκι στην άκρη του δρόμου. Ζουζούνια και μελίσσια βουβουνίζουν. Χρυσόμυγες και πεταλούδες. Ειδών ειδών πουλιά θα πιουν να ξεδιψάσουν. Γρίκησε το κελάρυσμα. Λευτέρωσε την ψυχή σου να ονειρευτεί τον παράδεισο. Γωνιές με φανάρια ακοίμητα. Ποτέ δεν έλειψε το λάδι τις νύχτες ξεδιαλύουν τις σκιές.
Είσαι στην πλατεία. Στη μέση το πρωτάτο. Από το όνομα του πρώτου. Παμπάλαια ξακουστή εκκλησιά. Καθέδρα των γερόντων. Τρίκλιτη Βασιλική κεραμιδοσκεπασμένη. Το καμπαναριό πυραμιδοειδές φραγκοφέρνει. Γείσωμα τεθλασμένο με χαμηλά αετώματα. Πολύ σεμνά πρέπει να προχωρήσεις. Στο αριστερό και δεξιό μέρος του ναού υπάρχουν είκοσι στασίδια για τους ισάριθμους αντιπροσώπους. Οι αγιογραφίες φέγγουνε. Ο Πανσέληνος ζωγράφισε με ανεξίτηλα λαμπερά χρώματα. Δες το άσπρο, το μαύρο, το μαβί, το σταρένιο μα μείνε πιότερο στο χρυσαφί. Ο Αγιος Θόδωρος ο Τήρων. Ο Αγιος Κύριλλος. Γενειάδα μυτερή σαν το σκουφί του. Λαμπερό φωτοστέφανο. Σειρά οι προσωπογραφίες όλων των Αγίων.
Μένεις εκστατικός και δεν κινείσαι. Αισθάνεσαι τη μεγάλη παρουσία. Σκύβεις κατανυκτικά σε μετάνοια και προσευχή. Λευτέρωσε τη σκέψη σου, λευτέρωσε την ψυχή σου. Μονάχη και κυρίαρχη η Παναγιά: Αξιον Εστί τ' όνομα σου. «Την τιμιότερα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ» «Αξιον Εστί ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον»...
Και συ αντίκρυ ταπεινός, εξουθενωμένος, πανευτυχής συνάντησες την τελειότητα.
Πού διαλέξεις να περάσεις τη νύχτα; Σε συντροφεύουνε φίλοι στο δρόμο και φίλοι πατέρες σε περιμένουν. Τι χαρά γι' αυτούς το μουσαφιρλίκι.
Πήρες την κατηφόρα για τη Μονή Ξηροποτάμου. Ο πατέρας, ο αδελφός Νίκων με ανοιχτές αγκάλες. «Ευλόγησον» στην κάθε σου πεθυμιά. Ο πατήρ Ιωκείμ είναι στο μπαχτσέ. Θα σε δει ξαφνικά και δεν το πιστεύει. Ο πάτερ Χαρίτων στο τρακτέρ. Κι ο πατέρας Μελίτων στο αρχονταρίκι. Καθένας το διακόνημά του.
Είπε. «Να καλοκαθίσεις. Να πεις ρακί να γαληνέψεις να ξεκουραστείς, να πας να ησυχάσεις».
Ορθρος βαθύς. Δεν έχει ακόμα ξημερώσει. Σελήνη γερασμένη. Μακραίνει η σκιά του κυπαρισσιού. Δυνάμωσες τη λάμπα πετρελαίου να φέξει. Εχεις αποκοιμηθεί σαν παιδί. Χόρτασες ύπνο κι ακόμα δεν έχει ξημερώσει. Κράζει το τάλαντον του όρθρου. Τοκ Τοκ. Ξύλινος ήχος βαθύς και επίμονος. Σκιές μαύρες οι πατέρες κινούνε για το καθολικό. Η εκκλησία πάντα στο κέντρο της μονής. Σκιές μαύρες οι λαϊκοί κινούνε για το καθολικό. Σιλουέτες γιγαντώνουν σε αντιφέγγισμα της λάμπας. Βαριά χιλιοχρονίτικα μαδέρια η σκάλα. Τα βήματά σου παραπατάνε στο σκοτάδι. Ακούγεται ο αχός τους. Κρατήσου απ' τα κάγκελα. Οι γρύλοι δεν έχουνε ακόμα σωπάσει. Η συμφωνία συνεχίζεται.
Προχωρείς και μπαίνεις αθόρυβα στην εκκλησιά. Μόνο φεγγοβόλημα το καντήλι. Μόνες μικρές κίτρινες φλογίτσες τα κεριά. Οι πατέρες ένα γύρω στα στασίδια.
Ακούγεται απέριττη χαμηλόφωνη ψαλμωδία, σωστή πανδαισία. Βυζαντινή αυστηρή μονοφωνία σε τόνους ταπεινούς, χωρίς κραυγαλέους επιδεικτικούς ήχους. Θαρρείς πως όλος ο ναός είναι ένας ήχος που αναγεννάται. Είναι δύσκολο να εντοπίσεις από πού συγκεκριμένα ακούγεται. Φωνές σωστές ανθρώπινες. Μουρμούρισμα, παράπονο, υποταγή, συνοδεία χορού αρχαίας τραγωδίας, δοξασία, ιεροτελεστία η κάθε κίνηση. Η περιφορά των αγίων λειψάνων, η μετάνοια, η δοκιμασία, τα διαβάσματα, η αγία μετάληψη, το άναμμα και το σβήσιμο των κεριών. Η αγιαστούρα. Το θυμιατό αργή ρυθμική κίνηση. Σαν περάσει από μπροστά σου θα σκύψεις ευλαβικά το κεφάλι και θα προσευχηθείς, έτσι που να γλυκάνει η ψυχή σου και να ηρεμήσεις. Κι άσε το χρόνο να φεύγει κι άσε τον καιρό να κυλάει για σένα.
Η λειτουργία απλώνει, και σένα το μάτι καρφωμένο ψηλά στον τρούλο που δεσπόζει στα χρυσάφια ο Παντοκράτορας. Ερμητικός, κατανυκτικός και απόκοσμος.
Ξεχάστηκες! Πότε ήταν νύχτα και πότε κι όλας ο ήλιος ξεπετάχτηκε είκοσι μέτρα μπόι.
Προσκύνησες το Τίμιο Ξύλο. Την ιερή εικόνα των 40 Μαρτύρων. Πήρες τ' αντίδωρο και δυο γουλιές αγιασμό και βρέθηκες στην έξοδο.
Πείνασες πια. Όλες οι νοστιμιές στη γεύση της νερόβραστης μανέστρας. Τα βήματα σου οδηγούν στην «τράπεζα» ίδια κίνηση, ίδια ιεροτελεστία. Θα κοιτάξεις πάλι τις τοιχογραφίες. Θα λεπτολογήσεις. Ολοζώντανες. Πόσο χρονώ ο άμβωνας της «Τράπεζας» σκαλισμένα τριαντάφυλλα. Θα σταθεί με σεβασμό ο δόκιμος. Την ώρα που εσύ τρώγεις, την ώρα που η κατακόκκινη ντομάτα, η μαύρη ελιά, η κούπα το μπρούσκο κρασί, το χωριάτικο ολόφρεσκο ψωμί συνοδεύουν τη μανέστρα σου. Εκείνος θ' απαλύνει την κούραση, την πείνα και τη δίψα σου, διαβάζοντας αποσπάσματα απ' τη γραφή.
Δεν ακούγεται τίποτε. Κανένας ψίθυρος δε σιάζει τη σεμνότητα. Απαλά μόνο, ξεκούραστα, μουσικά η φωνή του δόκιμου.
Κι όπως όλα τα όμορφα πράματα έχουν ένα τέλος, έτσι κι αυτό. Δυνατός και καλοχορτάτος παίρνεις την κατηφόρα πάλι για τη Δάφνη. Το καΐκι περιμένει. Στόχος σου και προορισμός η Σιμωνόπετρα.
Καρφωμένο σε βράχο ψηλό που δε φτάνει το μάτι. Κανένα μάκρος. Μόνο ύψος από τον αρσανά. Κατακόρυφο. Μπλέκεται το μυαλό τ' ανθρώπου. Εδώ χτίσαν. Ξεσπίτωσαν αετοφωλιές και αγριμιών κουρνιάσματα. Και χτίσανε. Και να πεις δίπατο για τρίπατο; Εφτάπατο. Κάστρο άπαρτο η μονή. Στήριγμα τ' ουρανού. Αγέρωχο, αρχοντικό. Αποθέωση Αθωνίτικης αρχιτεκτονικής θάμα θα πεις! Πανύψηλοι τοίχοι πάνω στους όγκους. Μπαλκόνια ξύλινα που βλέπουν χάος δέρνουν οι άνεμοι. Απόηχοι του ιλίγγου. Πήρες τη μεγάλη απόφαση από τον αρσανά βήμα βήμα να τ' ανηφορίσεις. Ανηφόρι σκληρό κι ατέλειωτο και μη βάλεις μπρος σου εμπόδιο το χρόνο και τον καιρό. Βήμα βήμα κι όποτε φτάσεις. Θ' ανακαλύψεις το μονοπάτι στεφανωμένο από μυρτιές, βατόμουρα και δάφνες. Δεν είναι μονοπάτι. Ανεμόσκαλα είναι από λιθάρια και σχιστόπλακες χορταριασμένες. Ανηφορίζεις υπό σκιάν. Σκαρφαλώνεις και πελεκάς. Κι όσο ανεβαίνεις τόσο η θάλασσα μακραίνει από τα πόδια σου. Κι όσο ανεβαίνεις αρώματα και μοσχοβολιές από κρινάκια, κυκλάμινα κι ασπάλαθους.
Δεν είναι μόνο να πας στο Όρος. Για να χαρείς το Όρος πρέπει να το περπατήσεις. Να κουραστείς πρέπει, να περιπλανηθείς μονοπάτι το μονοπάτι. Ρουμάνι το ρουμάνι. Να διασταυρωθείς με διάσελα και δίστρατα. Με καταρράχτες να πηδούν σαν αγριοκάτσικα. Να χαθείς. Να συλλάβεις το μέγεθος της μαγείας και της ομορφιάς.
Μιάμιση ώρα κι ακόμα ανεβαίνεις. Ένα βέλος. Ένας σταυρός με διπλωμένες φτερούγες. Κι όσο ανεβαίνεις τόσο βλέπεις, τόσο χαίρεσαι, τόσο σφουγγίζεις το ιδρωμένο μέτωπο κι ένα ένα πετάς τα περίσσια ρούχα. Φαράγγι μπροστά, φαράγγι πίσω, άγρια βλάστηση και κάτω βαθιά αρυτίδωτη θάλασσα σημαδεμένη από τον ήλιο.
Βάλε την τελευταία δύναμη για τ' ανηφόρι που απομένει. Πατάς το ξύλινο μπαλκόνι. Μουγκρίζει. Χάος μπροστά σου. Στα πόδια σου το γαλάζιο της θάλασσας, στο κεφάλι σου το γαλάζιο τ' ουρανού, κι εσύ μετέωρος πλημμυρίζεις τρόμο και ίλιγγο. Κρατημένος γερά από το ξύλινο κάγκελο δε λες να το κουνήσεις ρούπι μη χάσεις τίποτα από τη συναρπαστική αγριάδα, την εξουθενωτική ομορφιά και να φωνάξεις «Θεέ μου όσο ψηλά και να 'σαι εγώ σ' άγγιξα». Αυτό δεν πληρώνεται με τίποτα. Νύχτωσε κι ηρέμησε ο τόπος. Το φεγγάρι αντίκρυ σου. Στο δικό σου ύψος. Και κάτω η θάλασσα ανταύγειες ασημιές σε λωρίδες.
Είχε περάσει ο εσπερινός και η «τράπεζα» είχε κλείσει. Ο γέροντας μάς φίλεψε φακιές σε βαθιά πήλινη γαβάθα. Σκόρδο και δάφνη, ελιές και μπρούσικο κρασί. Ο γέροντας απέναντι μιλάει για την ιστορία της Μονής. Ιδρυτής της ο Άγιος Σίμωνας στα μέσα του 14ου αιώνα. Τη νύχτα των Χριστουγέννων. Φάνηκε λαμπερό αστέρι να επικάθεται πάνω στο βράχο. Σημάδι πως σ' αυτή τη θέση έπρεπε να κτίσει τη μονή. Η ιστορία της Μονής είναι μεγάλη. Τρεις φορές καταστράφηκε από πυρκαγιά και τρεις φορές ξαναχτίστηκε.
 «Τα μεσάνυχτα πώς άλλαξε ο καιρός κι έφερε τα πάνω κάτω... Ένας τρομακτικός αγέρας ταρακουνάει τ' αρχονταρίκι και να λες τώρα θα το συμπαρασύρει στον όλεθρο και στην καταστροφή. Οι γέροντες προσεύχονται. Κάτω μας το χάος. Απέναντι Σελήνη στεφανωμένη. Και συ μετέωρος στην κόγχη. Μόνο στ' ανοιχτά της θάλασσας και στο ύψος της μονής που βρίσκεσαι μπορείς να νιώσεις τι θα πει αγέρας, άνεμος δυνατός, εξουσιαστής.
Το πρωί η μανία πέρασε και πήραμε το δρόμο για τον αρσανά. Ήρθαμε στο Όρος να προσκυνήσουμε την Παναγιά την Πορταΐτισσα, και για κει τραβούσαμε τώρα, στη Μονή Ιβήρων. Στο καΐκι έχεις βολευτεί στην κουπαστή και χάνεσαι στο πέλαγος. Αντικριστά το ιερό βουνό. Ο Άθως. Διπλώνεται και ξεδιπλώνεται απέναντί σου. Τρίκορφος. Πάνω από 2.000 μέτρα μπόι (2.033). Αρχοντικό βουνό. Πανέμορφο. Προκαλεί δέος, μυστήριο και σεβασμό. Χιόνια ακόμα στις αυλακιές, μικρά μαργαριταρένια δάκρυα. Η πιο ψηλή κορφή λογχίζει τα νέφαλα. Σύννεφο καδένα κυματιστή στολίζει το μακρύ λαιμό κι αφήνει κόμη ανεμισμένη. Γαμπρός, άρχοντας και Θεός ο Άθως. Δικό σου κέρδος η γαλήνη και η χαρά να προχωρήσεις.
Μίλησες για τη Μονή Ιβήρων. Για την Παναγιά. Είναι ακόμα μακρύς ο δρόμος σου. Τη συνάντησες όμως, τη συνάντησες πολλές φορές στο Όρος μ' άλλη μορφή. Ήταν σταυρός-σημάδι δρόμων; Ήταν πουλί πετάμενο; Για πέτρινο ακρογιάλι; Ήταν η αντηλιά κι η βάγια στο κοιμισμένο μονοπάτι; Ολάνθιστος μπαξές; Παρεκκλήσι κάτασπρο στη ρεματιά; Κυπαρίσσι πανύψηλο; Κελί ταπεινό, φρεσκοασπρισμένο;
Την συνάντησες πολλές φορές στον Άγιον Όρος. Πότε σαν βρύση δροσερή, πότε σαν κληματαριά μ' ολόγλυκο σταφύλι. Πότε σαν ήχος αρμονικός. Πάντρεμα ανέμου και ρυακιού. Τιτίβισμα πουλιού.
Πότε σαν θαμαστή περιπλάνηση μες στην καρδιά σου κι ήξερες τ' όνομά της. Βρέθηκες μπρος στην πόρτα της. Δε λογάριασες κόπο και κούραση. Μήτε την πείνα και τη στέρηση λογάριασες. Το γένι που πύκνωσε στα μάγουλά σου.
Δεκαπενταύγουστο και πανηγύρι. Λειτουργία, κομποσκοίνι κι αγρύπνια. Μπροστά σου η ξακουστή Μονή των Ιβήρων. Η πόλη της Παναγιάς. Κοντά στο κύμα. Το 'γραψε το ριζικό της. Ο πύργος ξεχωρίζει πάνω απ' το δρόμο. Ζωσμένη με τείχη από τέσσερις μεριές. Κουρσάρικη αρματωσιά. Στην μπούκα του πειρατή.
Ανέβηκες το καλντερίμι και σ' απαντά στεγοπούλα πλακοντυμένη με τις βρυσούλες. Μην ξαποστάσεις στον πυλώνα πριν θαμάσεις τις τοιχογραφίες. Πυλώνας ξεχωριστός σ' όλο το Όρος. Φύλακας και πορτάρισσα η αφεντιά της. Το παρεκκλήσι προστατεύει την παρουσία της. Κι είσαι έτοιμος να προσκυνήσεις το θαύμα. Η Παναγιά η Πορταΐτισσα ολόλαμπρη μπροστά σου. Ουρανόπεμπτη φλόγα. Πύρινη στήλη που γεννοβολούσε το εικόνισμα και χάνονταν στους ουρανούς.
Κι αρμένισε στ' ανοιχτά των Ιβήρων για να σωθεί η άχραντη μορφή της από τους βέβηλους. Μεγάλη ιστορία, όμορφη, τη διηγιέται με σεμνότητα και πίστη ο γέροντας. Εικόνα μεγαλόπρεπη, ασημωμένη. Γυμνό μονάχα το πρόσωπο της Θεοτόκου και του Χριστού. Γύρω χρυσαφένια και ασημιά αφιερώματα και δεκατέσσερα ακοίμητα καντήλια. Αληθινή οικοδέσποινα.
Δεκαπενταύγουστος. Εκατοντάδες οι προσκυνητές απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Και θα σε τρατάρουν και θα σε κοιμίσουν και τιμή θα θεωρήσουν την παρουσία σου. Σιωπηλός και λογισμένος στη μεγάλη αγρύπνια κι ύστερα λιτανεία και περιφορά από το παρεκκλήσι στον ιερό καθολικό ναό για προσκύνημα.
Μετά την τελετή, στην «τράπεζα» θα ψαλεί ο μεγάλος πανηγυρικός και θα σε φιλέψουν τα πιο εκλεκτά που προστάζει η μέρα. Μεγάλη η γιορτή. Μεγάλη η χάρη της. Χαρμόσυνο το σημάδι της καντήλας, πάνω από τη χρυσαφένια λεμονιά με τα κοντυλωτά λεμόνια που χάρισε ο Νικηφόρος Φωκάς για να τιμήσει την αγιοσύνη της.
Μπροστά από την Ωραία Πύλη κρεμάται ασημιά παμπάλαιη καντήλα. Η καντήλα αυτή παρουσιάζει ένα παράξενο φαινόμενο. Κατά τις άγιες μέρες και τις γιορτές κινείται από μόνη της ρυθμικά και οριζόντια. Σημάδι χαράς και ευφορίας της Θεοτόκου. Σαν παρατηρηθεί ότι η καντήλα κινηθεί άναρχα σε μέρες καθημερινές, αυτό είναι κακό σημάδι. Η Παναγιά προειδοποιεί πως κάτι άσχημο θα συμβεί και θα πρέπει οι μοναχοί να προσέχουν. Πολλά και άλλα τέτοια θα συναντήσεις στο περιδιάβα σου στο Όρος.
Όμως κι αν πήρες το καΐκι του γυρισμού από την ανατολική πλευρά για Ιερισσό, δεν τελείωσες με το Άγιον Όρος.
Αν πεις πως δεν είδες τίποτα, κι αν πεις πως δεν έχεις καταλάβει, το Όρος δε σε πρόδωσε. Απλούστατα έκανες μόνο την αρχή».

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στη λαίλαπα του πολέμου και της Κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ' αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία και εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Στο έργο του διακρίνει κανείς την πυκνότητα των γεγονότων και καταστάσεων, χωρίς φλυαρίες, με γραφή πλούσια σε περιγραφικότητα, λαμπερή, παρ' όλα αυτά άμεση, καθημερινή και προσιτή στο ευρύ κοινό. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εργα του: «Συνοικισμός Χαροκόπου», «Η μάνα του καλοκαιριού», «Τι θα γίνει επιτέλους με τη μαμά;», «Το μεγάλο δίλημμα», «Αναζητώντας το χαμένο γάτο» (μυθιστορήματα).