Τρίτη 8 Μαΐου 2012

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ


Η Ιερά Μονή Φιλοθέου, κείται σ' ένα καστανόφυτο οροπέδιο της ΒΑ πλευράς, (υψόμετρο 310 μέτρα), σε απόσταση 30΄ από την Καρακάλλου, 45΄ από την θάλασσα και 2.30΄ από τις Καρυές.
Αυξημένη η υγρασία στην γύρω περιοχή, δημιουργεί προϋποθέσεις για ταχύτατη ανάπτυξη των φυτών. Κορεσμένες οι καστανιές εκβάλλουν την περίσσεια των χυμών τους, σε λεπτότατα σταγονίδια, κολλημένα ως αιδήμων ιδρώτας στην επιφάνεια της λείας φλούδας τους. Θαλεροί ζωχοί κρατούν στο κέντρο τους μια μεγάλη σταγόνα νερού, να λάμπει σαν διαμάντι, επιμελημένη συναγωγή άπειρων σφαιριδίων της πρωινής πάχνης.
Η αυλή της Μονής, περιποιημένη και καθαρή, καλύπτεται, στα κενά που σχηματίζουν οι πλάκες, από πλούσια χλόη ... καλλιεργημένη. Καλλωπιστικά φυτά μέσα σε γλάστρες και δοχεία, έντονα βαμμένα, «σπάζουν» τη μοναστηριακή αυστηρότητα. Ένα αιωνόβιο κυπαρίσσι, δίπλα στο ιερό, αθετεί την επίπεδη μονοτονία των κτισμάτων. Ένα κλιμακοστάσιο, επενδυμένο άκομψα με λευκό μάρμαρο, οδηγεί στην τράπεζα και ένα δεύτερο, ξύλινο, στο αρχονταρίκι.
Η σύσταση της Μονής ανάγεται στον 10 αιώνα. Ιδρυτής της θεωρείται ο σύγχρονος του Αγίου Αθανασίου Φιλόθεος, τον οποίο γνωρίζουμε έμμεσα από υπογραφές μεταγενέστερων ηγουμένων. Σε έγγραφο του 1015 και σ'; άλλο του 1016 υπογράφεται ο Γεώργιος, ως «μοναχός και ηγούμενος μονής του κυρού Φιλοθέου». Στα επόμενα έγγραφα η Μονή εμφανίζεται και με νέα ονομασία που εναλάσσεται με το παλιότερο όνομα: «της Πτέρης, ήτοι του Φιλοθέου», «της μονής της Πτέρης, ήγουν του Φιλοθέου». Η απόδοση της νέας ονομασίας θα πρέπει να οφείλεται, μάλλον, στο ομώνυμο φυτό. Είναι όμως γνωστή και ως Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Ευαγγελιστρίας, της Γλυκοφιλούσης.
Η λειτουργία της φαίνεται πως θα είναι απρόσκοπτη. Καμπές στην πορεία της θα φανούν κατά τους 15ο και 16ο αιώνα. Η μικρή και άσημη Μονή θα γίνει άμεσα γνωστή στο Παλάτι, κερδίζοντας έτσι τη βασιλική εύνοια. Λοιπόν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ με χρυσόβουλλό του προς τη Φιλοθέου, το 1284, ορίζει τον ηγούμενο της Μονής Μακάριο πνευματικό του Παλατιού «εις το αναδέχεσθαι τους αυτής (βασιλείας) λογισμούς… έστι γαρ ο ανήρ εκ τε της ηλικίας εκ τε των έργων αυτών το ευσταθές και φιλάρετον εχων εν εαυτώ επανθούν χαριέντως …» Ο Ανδρόνικος ενθουσιασμένος από το Μακάρι ορίζει επιχορήγηση υπέρ της Μονής «κατ έτος δέκα μεγάλα τάλαντα». Επίσης δωρίζει, ύστερα από αίτηση του Μακαρίου, τη δεξιά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, μέσα σε «χρυσόπλεκτον κιβώτιον». Ο ίδιος στη συνέχεια, με άλλα έγγραφά του κατακυρώνει τις κτήσεις της Μονής, στη Θάσο, Σέρρες, Καλαμαριά κ.α. Στο χρυσόβουλό του του 1287, γράφει πως αυτή υπάρχει «εξ αμνημονεύτων χρόνων, ην δήτα μονήν πρεσβυγενή ούσαν των εν Άθω μονών». Τις κτήσεις κατακυρώνει, στη συνέχεια ο Στέφανος Ντουσάν. Τέλος ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ σε μεγάλο έγγραφό του προς τη Μονή απαριθμεί όλες τις κτήσεις της τις οποίες και κατακυρώνει εκ νέου.
Νέα ώθηση θα δώσει στη Μονή ο Άγιος Θεοδόσιος (1300-91, μνήμη 11 Ιανουαρίου), ο μεγάλος αυτάδελφος του Αγίου Διονυσίου κτίτορα της ομώνυμης Μονής. Ο Θεοδόσιος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παραθέτει ο μοναχός Μητροφάνης στο Βίο του Αγίου Διονυσίου, αναχωρεί από την Κορυσό της Καστοριάς, για την πρωτεύουσα της οικουμένης. Εκεί σπουδάζει σύντομα, όντας «αγχίνους και ευφυής» και «γνώριμος τοις εκείσε πάσι καθίσταται», καρπούμενος «πολλήν εξ απάντων την ωφέλειαν». Η αρετή του γίνεται γνωστή, και ο πατριάρχης Ησαΐας (1323-34) θέτει «τον λύχνον επί την λυχνίαν» : χειροτονεί το Θεοδόσιο πρεσβύτερο. Όμως ο πόθος για μοναστικούς άθλους τον κατακυριεύει: «μέσης αυτού της ψυχής σφοδρώς καθαπτόμενος». Καταφεύγει στο Όρος, στη Μονή Φιλοθέου, που όχι μόνο «την κλήσιν τηνικαύτα επλούτει τοιαύτην, αλλά δη και την πράξιν τη προσηγορία συμβαίνουσαν είχε. Φιλόθεοι γαρ τω όντι και αρετής ερασταί τότε αυτήν άνδρες κατώκουν» (Ο Μητροφάνης γράφει κατά τον 15ο αιώνα, γι αυτό το λόγο και χρησιμοποιεί παρωχημένα χρονικά επιρρήματα: τηνικαύτα, τότε). Ο Όσιος, μετά το θάνατο του ηγουμένου της Μονής, ψηφίζεται ποιμένας της αδελφότητας, κατά το 1335. Ο Μητροφάνης στο συναξάρι αυτό, που μιλάει δευτερευόντως για το Θεοδόσιο, αναφέρει και τούτο, πως ο καλός ποιμένας μεριμνούσε με πολύ ζήλο υπέρ της Μονής του. Λοιπόν μια νύχτα κατεβαίνουν, αυτός και άλλοι μοναχοί, να ψαρέψουν. Επίκειτο η πανήγυρη του Ευαγγελισμού. «Και αίφνης» μέσα στο σκοτάδι ένα τούρκικο πειρατικό τους αρπάζει, για να τους μεταφέρει σκλάβους στην Προύσα. Μετά από περιπέτειες ο ηγούμενος βρίσκεται μητροπολίτης Τραπεζούντος (1370) καλεσμένος από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό (1349-90), που είχε την έδρα του στην πόλη εκείνη.
Κατά τα πρώιμα χρόνια της τουρκοκρατίας η Μονή βρίσκεται αποδιοργανωμένη. Δεν έχει ούτε ιερέα. Τότε εμφανίζεται ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω (+23 Ιανουαρίου 1541) από τις μεγάλες μορφές του οσιακού αγιολογίου της τουρκοκρατούμενης Ορθοδοξίας. Ο Όσιος, όπως γίνεται γνωστό από το Βίο του, έρχεται υποτακτικός στον πνευματικό Γαβριήλ τον οποίο είχαν τοποθετήσει κατά το 1515 Πρώτο του Όρους. Λίγο μετά «ήλθεν λόγος και γράμμα από τον αυθέντη της Βλαχίας (Νεαγόε) ότι να πηγένουν εις την Βλαχίαν ο Πρώτος» και άλλοι πρόκριτοι του Όρους. Με την αναχώρηση του Γαβριήλ (1517), μεγαλώνουν οι ευθύνες του Διονυσίου και συντέμνονται οι ώρες της φιλόθεης αδολεσχίας του. Έτσι, μόλις επιστρέφει ο Γαβριήλ το 159, ο Διονύσιος ζητά την άδεια να χωρήσει στην ησυχία. Εγκαθίσταται στη σκήτη Καρακάλλου, ανύπαρκτη σήμερα. Όντας «ως πλησίον εις την Μονήν του Φιλοθέου, εκάλουν αυτόν και ελειτούργει». Οι ησυχαστικές αρετές του αποκαλύπτονται στους Φιλοθεΐτες που με φορτικότητα τον προτείνουν να αναλάβει τη διαποίμανση της αδελφότητας. Έτσι «και μη θέλων ήκουσε και έγινεν ηγούμενος». Πρώτη ενέργεια του Αγίου είναι η μετάβασή του στην Κωνσταντινούπολη για την εξεύρεση των αναγκαίων στη σύσταση του κοινοβίου. Επιστρέφει από τη βασιλεύουσα φέρνοντας «όλβον ικανόν και αδελφούς (τους οποίους) και απόκειρεν (= κούρεψε μοναχούς)». Αλλά, όταν θέλησε, μέσα στο γενικό σχέδιο ανασυγκρότησης της Μονής, να επαναφέρει τις ακολουθίες στη ελληνική γλώσσα, επειδή «πρώην ήτο Βούλγαροι και ακολουθίαν βουλγαρικήν εκράτουν, εφθονήθη παρά των Βουλγάρων και ήθελον αυτόν αποκτείναι». Έτσι παίρνει μαζί του τους μαθητές του και αναχωρεί προς μεγάλη ζημία του Όρους «εις την σκήτην της Βερροίας». Του Αγίου υπάρχει το σπήλαιο όπου ασκήτευε στα ΝΔ της Μονής. Το σπήλαιο είναι ένα θαύμα της φύσης: μια πλάκα 80 τ.μ. και πάχους 1-2 μ., φακοειδούς σχήματος, που βρίσκεται κατά τα 6/7 στον αέρα, αποτελεί τη σκεπή του σπηλαίου. Λίγα χρόνια μετά τη φυγή του Αγίου, η κτιριακή ανασυγκρότηση της Μονής σ’ αυτόν οφείλεται. Αυτός χτύπησε πόρτες ηγεμόνων υπέρ της Μονής. Έτσι με δωρεές του «βασιλέως Καχετίου της Ιβηρίας Λέοντος και του υιού αυτού Αλεξάνδρου» ανακαινίζεται και αγιογραφείται η τράπεζα (1540 και 1542).
Άλλη μεγάλη μορφή της Μονής, για την οποία σεμνύνεται ο νέος Ελληνισμός είναι ο Πατροκοσμάς, Ισαπόστολος – Ιερομάρτυρας (1714-79), κουράς Φιλοθέου. Ο Πατέρας, με τη δράση και το κήρυγμά του καλύπτει τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα Ιόνια, τη Ρούμελη, τν Αλβανία, τη Σερβία, και αφυπνίζει θανατηφόρα κοιμισμένες συνειδήσεις. Το Άγιον Όρος όλο, με την προσφορά του Κοσμά, υπερκαλύπτει το χρέος του απέναντι του Ελληνισμού. Μόνος του αυτός ιστορεί στο ραγιά την αριστοκρατική καταγωγή του, το ένδοξο παρελθόν του και διεγείρει το πεσμένο φρόνημα, ανακάμπτοντας την εκβαρβάρωση:
«Χτίζει σκολειά, χτίζει εκκλησιές
χτίζει τη Ρωμιοσύνη…»
Στη Μονή επίσης ασκήτεψαν ο Άγιος Συμεών ο Ανυπόδητος και Μονοχίτων, ο Άγιος Δομέτιος, ο Άγιος Δαμιανός.
Η Μονή εκτός από τους Λεόντιο και Αλέξανδρο ευεργετήθηκε κι από άλλους Ορθόδοξους ηγεμόνες: οι τσάροι Μιχαήλ Θεοδώροβιτς (1642) και Ιωάννης Μαξίμοβιτς (1707) επιτρέπουν να γίνεται έρανος στη Μόσχα υπέρ της Μονής κάθε 7-8 χρόνια.
Άλλοι ηγεμόνες που με τις δωρεές τους θα συντελέσουν στην ανέγερση του καθολικού (1746) και την αγιογράφησή του (1752), είναι οι δύο βοεβόδες Βλαχίας: ο Ιωάννης-Γρηγόριος Γκίκας και ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος.
Η πυρκαγιά της νύχτας 26-9-1871 θ’ αφήσει ανέπαφο το καθολικό. Η πυρκαγιά εκείνη είχε για συνέπεια τη βαθμιαία οικονομική κατάρρευση της Μονής, κι έτσι στις 3 Μαρτίου 1900 η Ιερά Κοινότητα αναλαμβάνει την κηδεμονία της. Την 1η Οκτωβρίου 1973 η ιδιόρρυθμη Μονή επιστρέφει στο κοινοβιακό σύστημα.  
Tο Καθολικό της Μονής Φιλοθέου τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Βρίσκεται στην Νότια πλευρά του περιβόλου και κτίστηκε το 1746 σύμφωνα με μια επιγραφή, πάνω στα θεμέλια του παλαιού Καθολικού που είχε καταρρεύσει.
Η σημερινή έκκεντρη θέση του προσδιορίζει τη μικρότερη έκταση που είχε τους πρώτους αιώνες της ίδρυσής της. H τοιχογράφηση του κυρίως ναού ολοκληρώθηκε το 1752, ενώ της λιτής και του εξωνάρθηκα το 1765. Το δάπεδό του είναι μαρμαροστρωμένο που συμπληρώθηκε το 1848. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι από τον προηγούμενο ναό, τον οποίο ο Ρώσος περιηγητής Μπάρσκυ τον είχε σχεδιάσει σε ρυθμό Βασιλικής. Οι τέσσερις μεγάλες εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Ευαγγελισμού και του Αγίου Γεωργίου είναι του 1777 εν μέρει επιζωγραφισμένες. Ωραιότατες είναι του δωδεκαόρτου, ιδιαίτερα ασυνήθους μεγέθους, Κρητικής τεχνοτροπίας, 16ου/17ου αιώνος. Στο αριστερό προσκυνητάρι του Καθολικού βρίσκεται η θαυμαστής τέχνης και έκφρασης εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, διασωθείσα από την εποχή της εικονομαχίας για την οποία η παράδοση την αναφέρει σαν μία από τις εβδομήντα εικόνες του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά.
O πύργος του κωδωνοστασίου είναι κτίσμα του 1764 και είναι της ίδιας εποχής με το συγκρότημα του Καθολικού.
Mεταξύ του Καθολικού και της Τράπεζας υπάρχει η φιάλη του αγιασμού. Οι κίονες καθώς και τα ελαφρώς σκαλισμένα θωράκιά της είναι όλα από ωραίο λευκό μάρμαρο. Είναι αγιογραφημένη στο θόλο της με παραστάσεις σχετικές με τα ύδατα, όπως της Βάπτισης του Χριστού, της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας και της Ζωοδόχου Πηγής.
Η Μονή Φιλοθέου έχει εννέα παρεκκλήσιααπό τα οποία έξι βρίσκονται εντός μονής. Από αυτά τρία βρίσκονται στο Καθολικό. Το πρώτο των Αρχαγγέλων δεξιά της λιτής με τοιχογραφίες του 1752. Το δεύτερο του Γενεσίου του Προδρόμου αριστερά της λιτής με τοιχογραφίες του 1776 ιερομονάχων Γαβριήλ και Νεοφύτου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του, της ίδιας χρονολογίας, είναι ωραιότατο. Το τρίτο, της Αγίας Μαρίνης της οποίας τα άγια λείψανα φυλάσσονται στη μονή, στο κωδωνοστάσιο.
Στις πτέρυγες υπάρχουν του Ιερού Χρυσοστόμου στο συνοδικό, Του Αγίου Νικολάου στο αρχονταρίκι, και των αγίων πέντε μαρτύρων πάνω απο την είσοδο της μονής. Τέλος εκτός μονής υπάρχουν δύο παρεκκλήσια των Τριών Ιεραρχών ή Αγίου Τρύφωνα, του Γενεσίου της Θεοτόκου ή Παναγούδας καθώς και ο κοιμητηριακός ναός
O κοιμητηριακός ναός των Αγίων Πάντων ανακαινίστηκε το 1806. Ο ναός είναι συνεπτυγμένος σταυροειδής. Εσωτερικά είναι μονόχωρος ανεπίχριστος και ανιστόρητος. Η άνοψή του σχηματίζει ημισφαιρικό θόλο με ανάλαφρη αίσθηση. Το τέμπλο του είναι ψηλό και περίτεχνο εσωτερικά.
H αυλή της είναι σχετικά ευρύχωρη, με καλντερίμι και χλοοτάπητα σε όλη την έκταση. Σ΄ αυτήν υπάρχουν τρεις παλιές κρήνες.
H Τράπεζα βρίσκεται ενσωματωμένη στον πρώτο όροφο της δυτικής πτέρυγας της μονής, απέναντι ακριβώς από την είσοδο του Καθολικού. Η κάτοψή της είναι ορθογώνια. Είναι ιστορημένη με τοιχογραφίες ασυνήθιστου μεγέθους και δυναμικής έκφρασης, τεχνοτροπίας αλλά επηρεασμένη από το πνεύμα που δεσπόζει την εποχή αυτή στο γειτονικό Βαλκανικό χώρο. Ίσως δεν είναι άσχετη της συγγένειας αυτής η επιγραφή του 1540, που αναφέρεται στον Λεόντιο Βασιλέα του Καχετίου της Ιβηρίας και του υιού του, οι οποίοι την ανακαίνησαν.
To παλαιό μαγειρείο, πρίν την πυρκαγιά, ήταν νότια της Τράπεζας και κοντά σ΄ αυτήν. Το νέο μαγειρείο στεγάζεται στη νεόκτιστη νοτιοδυτική γωνία της μονής που παρέμενε μέχρι τότε κενή.
To λαδαριό της βρίσκεται στο δυτικό άκρο της νότιας πτέρυγας του 1866. Διατηρεί τα εργαλεία παραδοσιακού τρόπου σύνθλιψης ελαιών που έχουν λαογραφική αξία.
O φούρνος είναι κτίσμα του 1886, όπως αναγράφεται σε επιγραφή στο υπέρθυρο, για λογαριασμό όλης της νότιας πτέρυγας.
To κρασαριό βρίσκεται στο βορεινό άκρο της δυτικής πτέρυγας, κάτω από το συνοδικό. Το κτήριο φέρει χρονολογία 1885.
Στην ανατολική και βόρεια πτέρυγα της, βρίσκoνται τα κελλιά των μοναχών της. Στη δυτική πτέρυγα βρίσκεται η Τράπεζα, ηγουμενείο, το συνοδικό, το αρχονταρίκι,το δοχειό, το κρασαριό και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Η νότια πτέρυγα θεμελιώθηκε μετά την πυρκαγιά του 1871, νοτιότερα της παλαιάς, ώστε να απομακρυνθεί απο το Καθολικό για λόγους πυρασφάλειας του οποίου απείχε μόλις τρία μέτρα. Εκεί βρίσκονται κελιά μοναχών, ο φούρνος, το λαδαριό και το μαγειρείο.
Τα κελλιά των μοναχών βρίσκονται στην Ανατολική, Νότια και Δυτική πτέρυγα. Είναι πλέον μονόχωρα, τα περισσότερα και περιορισμένων διαστάσεων.
To Συνοδικό, κτίσμα του 1885 βρίσκεται στο βορεινό τμήμα της Δυτικής πτέρυγας. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη αναγκαίων χώρων, προκειμένου να ανταπεξέρχεται η Μονή κυρίως στις αυξημένες ανάγκες της σε πανηγύρεις και σε μεγάλες εορτές. Προβλέπεται εσωτερική αναδιάταξη χώρων και γενικώτερη αποκατάσταση των όψεων του Κτίσματος. To ηγουμενείο στεγάζεται μαζί με την αίθουσα σύναξης και τα γραφεία, στο νέο κτίριο, επάνω από τη βιβλιοθήκη-σκευοφυλάκιο.
To νέο αρχονταρίκι βρίσκεται στη Δυτική πτέρυγα της μονής πάνω από την Τράπεζα και το μαγειρείο. Στη δική του σχεδιαστική απεικόνιση το 1744, ο Ρώσος περιηγητής Μπάρσκυ το προσδιόρισε στην αντίστοιχη πτέρυγα.
Στις πτέρυγες υπάρχουν, στεγάζονται και λειτουργούν επίσης νοσοκομείο-γηροκομείο, φαρμακείο, οδοντιατρείο, ραφείο, υποδηματοποιείο, κηροπλαστείο, θυμιατοποιείο, εργαστήρια συντήρησης κειμηλίων, λοιπά εργαστήρια, καθώς και αποθήκες υλικών και τροφίμων.
To σκευοφυλάκιο είναι στην νεόκτιστη Βορειοδυτική πτέρυγα του 1990. Συστεγάζεται με την Βιβλιοθήκη. Εκεί φυλάσσονται παλαιά ιερά άμφια, σταυροί, δισκοπότηρα, αργυροεπίχρυσα Ιερά Ευαγγέλια, κανδήλες, θυμιατά, αφιερώματα και λοιπά λειτουργικά σκεύη και άλλα πολύτιμα κειμήλια.
Tο εικονοφυλάκιο της Μονής αποτελεί κατά βάση το ίδιο το Καθολικό. Η Μονή Φιλοθέου διαθέτει πολλές φορητές εικόνες βυζαντινές, μεταβυζαντινές και νεότερες. Εκτός από την αξιόλογη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, που η παράδοση τη θέλει πολύ παλαιά από την εποχή της εικονομαχίας υπάρχει και μια άλλη αξιόλογη εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας, που και γι' αυτή λένε ότι ήρθε εδώ κατά θαυμαστό τρόπο από τη Nιγρίτα.
H βιβλιοθήκη βρίσκεται στον πρώτο όροφο της νέας Βορειοδυτικής πτέρυγας. Περιέχει μαζί με τα πολλά έντυπά της και 370 χειρόγραφα, από τα οποία έχουν καταγραφεί 249. Τα νεότερα είναι κυρίως εκκλησιαστικού περιεχομένου, όπως χειρόγραφες φυλλάδες ιερών ακολουθιών και άλλα. Από τα χειρόγραφα τα 54 είναι περγαμηνά των οποίων το αρχαιότερο του 8ου αιώνος. Από τα εικονογραφημένα το πιο σπουδαίο είναι αυτό που απεικονίζει τον Ευαγγελιστή Μάρκο σε τύπο φιλοσόφου. Πρόκειται για Τετραευάγγελο από τα αρχαιότερα του Αγίου Όρους. Σώζονται επίσης δύο ειλητάρια του 14ου αιώνα , που περιέχουν την Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Λόγω της πυρκαγιάς του 1871 η μονή Φιλοθέου έχει ελάχιστα παλιότερα έντυπα.
Τα περιβάλλοντα κτίσματα, τα κτήρια συνοδείας όπως ονομάζονται, βρίσκονται με απλότητα τοποθετημένα βόρεια της μονής προς το κοιμητήριο.
Ο παλιός αρσανάς ερειπώνεται με την πάροδο του χρόνου. Στο αρσανά της μονής και δίπλα στη θάλασσα ,υπάρχει μεγάλη αποθήκη ξυλείας σε απρόσωπο κτήριο, το οποίο προτίθεται αισθητικά να αναπλάσει η μονή.
Το βoυρδoυναριό των ημιόνων, δηλαδή ο σταύλος, του οποίου ο όροφος χρησιμοποιείται σαν εργατόσπιτο βρίσκεται βόρεια της μονής.
Το κηπόσπιτο, το οποίο εξυπηρετεί τον μοναχό που έχει το ανάλογο διακόνημα, βρίσκεται ανατολικά της μονής μέσα στον κήπο της, έχοντας ενσωματωμένο παρεκκλήσι των Τριών Ιεραρχών και Αγίου Τρύφωνος.
Βορειότερα της Μονής Φιλοθέου βρίσκεται ο παλιός μύλος με στέρνα για την λειτουργία του. Έπαυσε να λειτουργεί το 1953. Ήδη από το 1978 η στέρνα χρησιμοποιείται για την παραγωγή υδροηλεκτρικού ρεύματος.
Η Μονή Φιλοθέου διαθέτει ψαρόσπιτα τα οποία κατοικούνται, λειτουργούν και εξυπηρετούν τους πατέρες της μονής στο ψάρεμα.
Η Μονή Φιλοθέου έχει δίπλα στη θάλασσα το Αγίασμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας το οποίο αναβλύζει διαρκώς με σταθερή ποσότητα και θερμοκρασία. Βρίσκεται στη θέση όπου ο ηγούμενος της Μονής, σύμφωνα με την παράδοση, είδε σε όραμα την εικόνα της Παναγίας να τον προσκαλεί να τη φέρει από το σημείο εκείνο της Θάλασσας στο Μοναστήρι.
Σε απόσταση τριακοσίων μέτρων νότια της Μονής προς το δάσος, βρίσκεται το μηχανουργείο, το νέο ξυλουργείο και πριστήριο της μονής σε ενιαίο κτιριακό συγκρότημα της δεκαετίας του 1980.
Η Μονή Φιλοθέου έχει τέσσερα εργατόσπιτα στον περιβάλλοντα χώρο της. Το νεότερο είναι δίπλα στο παλιό ξυλουργείο του 1896. Στη θέση Κράββατος, νοτιότερα παλαιοτέρου υπάρχει απο το 1981 εργατόσπιτο δάσους με παρεκκλήσι του Προφήτου Ηλία για τις ανάγκες των δασεργατών της Μονής.
Η Μονή Φιλοθέου δε διασώζει σήμερα κανένα πύργο στις πτέρυγες της, πλην εκείνου του κωδωνοστασίου της. Στην ιστορική της διαδρομή, όπως προκύπτει και από χαλκογραφία του 1849, αλλά και από μεταγενέστερη φωτογραφία του ίδιου αιώνα διέθετε αμυντικό πύργο στη βορειοανατολική της γωνία. Με την καταστροφική πυρκαγιά του 1871 κατεστράφη ολοσχερώς και δεν αναδομήθηκε σαν πύργος.
H Μονή Φιλοθέου έχει στην ευρύτερή της περιοχή σαν εξαρτήματά της Κελλιά εκτός εκείνου του αντιπροσωπείου στις Καρυές και ένα κάθισμα ΝΔ της Μονής.
Στην ευρύτερη περιοχή της, έχει αρκετά Κελλιά από τα οποία κατοικούνται τα πέντε. Tων Αγίου Γεωργίου, Αγίου Κωνσταντίνου, Αγίας Τριάδος, Αγίου Δημητρίου και της Αναλήψεως. Στις Καρυές έχει το αντιπροσωπείο της, κτίσμα του 1964 με παρεκκλήσι του Κοσμά του Αιτωλού, αφυπνιστή του υπόδουλου Γένους.
Tο μοναδικό Κάθισμα που διαθέτει η μονή είναι το ιστορικό και εντυπωσιακό Ασκητήριο του Αγίου Διονυσίου "του εν Ολύμπω", όπου ασκήτεψε πριν γίνει ηγούμενος της Φιλοθέου. Το σπήλαιο διασώζεται και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Βρίσκεται νοτιοδυτικά της μονής. Η οροφή του καλύπτεται από συμπαγή βράχο σε επιφάνεια ογδόντα τετραγωνικών μέτρων και πάχους ενός μέχρι δύο μέτρων. Στο μεγαλύτερο του τμήμα ο βράχος είναι σε πρόβολο.
ΠΗΓΕΣ:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη
Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος