Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ


Το 1963 η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους με τη συμπλήρωση της πρώτης χιλιετίας της ιστορίας της έδινε την εντύπωση πως είχε διαγράψει ολόκληρο τον κύκλο της ζωής και βάδιζε προς το τέλος της. Γεννήθηκε, ανδρώθηκε, παρουσίασε πλούσιους πνευματικούς και πολιτιστικούς καρπούς και γέρασε. Οι δυνάμεις της είχαν περιοριστεί εντυπωσιακά. Οι μοναχοί λιγόστεψαν πολύ και ο μέσος όρος της ηλικίας τους ήταν πάνω από 55 χρόνια. Οι γέροντες πέθαιναν φυσιολογικά, χωρίς να βλέπουν νεότερους να τους διαδέχονται στις μονές και τα ερημητήριά τους. Τεράστια μοναστηριακά συγκροτήματα, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, εγκαταλήφθηκαν και ερημώθηκαν. Όλα μαρτυρούσαν παρακμή.
Βέβαια η παρακμή αυτή δεν ήταν η πρώτη που γνώρισε η μοναστική πολιτεία στη μακραίωνη ιστορία της. Όλοι όμως σχεδόν νόμισαν πως ήταν η τελευταία. Ακόμα και πολλοί μοναχοί είχαν πιστέψει πως δεν είχαν πλέον διαδόχους στις θέσεις τους. Γι' αυτό στο περιθώριο του εορτασμού της χιλιετερίδας, είχε λεχθεί ότι η εορταστική αυτή εκδήλωση ήταν η «επικήδεια τελετή» ή ακόμα και το «μνημόσυνο» του μοναχισμού του Αγίου Όρους.
Αλλά και η πρώτη δεκαετία της δεύτερης χιλιετίας της ιστορίας του Αγίου Όρους φαινόταν να επιβεβαιώνει τις απαισιόδοξες προοπτικές. Οι μοναχοί εξακολουθούσαν να λιγοστεύουν, τα γνωρίσματα της ερημώσεως περίσσευαν και το μέλλον φαινόταν σκοτεινό. Παράλληλα οι ανεκτίμητοι θησαυροί της χιλιόχρονης αυτής πολιτείας καλλιέργησαν σε ορισμένους υπεύθυνους και ανεύθυνους παράγοντες τη σκέψη ότι θα έπρεπε να επιχειρηθεί η τουριστική αξιοποίησή τους. Οι προοπτικές όμως προς την κατεύθυνση αυτή δεν φάνηκαν και τόσο ευοίωνες. Όπως αποδείχθηκε από ειδικές μελέτες, τα έξοδα για την τουριστική αξιοποίηση του Αγίου Όρους και τη διαφύλαξη των θησαυρών του ενδεχομένως από φύλακες, που θα έπαιρναν τη θέση των μοναχών, θα ήταν πολύ περισσότερα από τα προβλεπόμενα έσοδα.
Ενώ όμως συνέβαιναν αυτά, μια παράδοξη αλλαγή σημειώθηκε στο Άγιον Όρος, στο Περιβόλι της Παναγίας, όπως συνηθίζουν να το ονομάζουν οι μοναχοί. Μια αλλαγή που δεν θα μπορούσε να την προβλέψει και η πιο αισιόδοξη αντικειμενική προοπτική, αλλά και που δικαίωσε την απλοϊκή και άδολη ελπίδα των αγιορειτών εκείνων μοναχών, που έλεγαν πάντοτε ότι η Παναγία δεν θα επιτρέψει να ερημώσει το Περιβόλι της.
Μια πρόχειρη στατιστική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο τέλος της πρώτης δεκαετίας μετά την «επικήδεια τελετή», παρουσίασε την εξής σημαντική ένδειξη, που προκάλεσε ιδιαίτερη προσοχή. Ενώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών τα στατιστικά στοιχεία έδειχναν ότι ο αριθμός των μοναχών του Αγίου Όρους μειωνόταν σταθερά, το 1972 για πρώτη φορά τα στοιχεία έδειξαν ότι ο αριθμός των μοναχών δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε κατά μία μονάδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Έτσι ενώ το 1971 οι μοναχοί του Αγίου Όρους ήταν 1145, το 1972 έγιναν 1146.
Η φαινομενικά ανεπαίσθητη αλλά ουσιαστικά σημαδιακή αυτή αύξηση του αριθμού των αγιορειτών μοναχών συνεχίζεται αυξανόμενη ως σήμερα. Περιοδικές παλινδρομήσεις, που σημειώθηκαν κατά την ανοδική αυτή πορεία, οφείλονται στον υψηλό δείκτη θνησιμότητας, που παρουσίαζε ο γηρασμένος παλαιότερα πληθυσμός της Αθωνικής πολιτείας. Έτσι από το 1972 ως το 1996 που πραγματοποιήθηκε και η τελευταία καταμέτρηση (Γ.Ι. Μαντζαρίδης) των αγιορειτών 1036 νέοι μοναχοί προσήλθαν στο Άγιον Όρος. Αναλυτικότερα κατά την πρώτη πενταετία (1972-76) προσήλθαν 143 νέοι μοναχοί, δηλαδή κατά μέσο όρο 29 περίπου το έτος. Κατά τη δεκαετία 1977-86 προσήλθαν 284 μοναχοί και διατηρήθηκε ο ίδιος σχεδόν μέσος όρος προσελεύσεως κατά έτος. Τέλος κατά τη δεκαετία 1987-96 προσήλθαν 609 μοναχοί, δηλαδή κατά μέσο όρο 61 περίπου το έτος. Έτσι παρατηρούμε ότι η προσέλευση νέων μοναχών στο Άγιο Όρος όχι μόνο διατηρήθηκε αμείωτη, αλλά και αυξήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία με ποσοστό που υπερβαίνει το 100%.
Η αύξηση των μοναχών του Αγίου Όρους δεν εκδηλώθηκε εξαρχής με την αρμονική ανάπτυξη όλων των μονών. Ειδικότερα ως τα μέσα της δεκαετίας του '70 παρατηρούμε ότι από τις είκοσι ιερές μονές του Αγίου Όρους αύξηση παρουσίασαν μόνο οι 8, ενώ στις υπόλοιπες 12 σημειώθηκε μείωση του αριθμού των μοναχών. Οι οκτώ αυτές μονές είναι οι εξής: Ιβήρων, Χελανδαρίου, Καρακάλλου, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας, Αγίου Παύλου, Γρηγορίου και Εσφιγμένου. Από τις οκτώ πάλι αυτές μονές οι τρεις (Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας και Γρηγορίου) παρουσίασαν εντυπωσιακή αύξηση, που έφθασε ως τον τριπλασιασμό του αριθμού των μοναχών τους (Σίμωνος Πέτρας). Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ότι η επάνδρωση των μονών του Αγίου Όρους κατά την περίοδο αυτή δεν έγινε με την προσέλευση μεμονωμένων ατόμων, αλλά με την ομαδική εγκατάσταση συνοδειών, που απαρτίζονταν κυρίως από νέους και προέρχονταν από μονές έξω από το Άγιον Όρος. Οι συνοδείες αυτές έρχονταν προσκαλούμενες από παλαιότερους αγιορείτες μοναχούς, που έβλεπαν την ερήμωση των μονών τους. Συνήθως μάλιστα χρειάζονταν να παρακαμφθούν και τυπικά εμπόδια, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εγκατάστασή τους στις μονές. Έτσι η μονή που προσκαλούσε κάποια συνοδεία, σε συνεννόηση με την Ιερά Κοινότητα, παρέκαμπτε τις διατάξεις του καταστατικού Χάρτη (άρθρο 112) σχετικά με την ηλικία ή τον τόπο κουράς του πνευματικού πατέρα της συνοδείας και επέτρεπε την έλευση και ανάδειξή του σε ηγούμενο.
Κατά την πρώτη αυτή περίοδο της ανακάμψεως του μοναχισμού του Αγίου Όρους εμφανίζεται και η τάση για μετακίνηση ομάδων μοναχών από εξαρτήματα μονών, που συγκέντρωναν τότε περίπου τα 3/5 των αγιορειτών μοναχών, σε μονές. Η δυσμενής όμως κατάσταση στην οποία βρίσκονταν γενικότερα οι ιερές μονές συντελούσε, ώστε οι μεμονωμένοι νέοι που προσέρχονταν στον μοναχισμό να μην προτιμούν τα μοναστήρια, αλλά τις σκήτες και τα ερημητήρια, στα οποία έμεναν ασκητές με ιδιαίτερη πνευματική ακτινοβολία. Έτσι από τη δεκαετία του 1950 άρχισε να δημιουργείται η συνοδεία του Γέροντα Ιωσήφ του Σπηλαιώτη και κατά την επόμενη δεκαετία η συνοδεία του Γέροντα Παϊσίου. Η άυξηση όμως των μελών των νέων συνοδειών, που σήμαινε ταυτόχρονα και αύξηση των στεγαστικών τους αναγκών, καθιστούσε προβληματική την περαιτέρω παραμονή τους στα εξαρτήματα. Προέκυπτε λοιπόν η ανάγκη για αναζήτηση καταλληλότερου τόπυ εγκαταβιώσεως. Ο τόπος αυτός προσφερόταν ήδη στις μονές, που άρχισαν να ερημώνονται από μοναχούς, ενώ διέθεταν άφθονους χώρους για τις αυξημένες ανάγκες των συνοδειών. Στη φάση λοιπόν αυτή ακμαίες συνοδείες προσκλήθηκαν για να επανδρώσουν μονές που ερημώνονταν. Οι νέοι μοναχοί ανέλαβαν βαθμηδόν τη διοίκηση των μονών αυτών, στις οποίες εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις όχι μόνο για τη δική τους παραμονή αλλά και για την προσέλευση νέων μοναχών.
Σε δεύτερη φάση, που αρχίζει από τα μέσα της δεκαετίας του '70, παρατηρείται και το φαινόμενο της ομαδικής μεταβάσεως μοναχών από ακμαιότερες μονές σε ασθενέστερες. Και στις περιπτώσεις αυτές η ομάδα των μοναχών που προσέρχεται στην ασθενέστερη μονή αναλαμβάνει την διοίκηση και διαχείρισή της. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται η δυσανάλογη αύξηση του αριθμού των μοναχών ορισμένων μονών και αποφεύγεται η ερήμωση άλλων.
Τέλος με την έναρξη της δεκαετίας του '80 άρχισε να σημειώνεται και κάποια κίνηση από τις μονές προς τα εξαρτήματα. Μοναχοί που εγκαταβίωσαν για μερικά χρόνια στις μονές και απέκτησαν την απαιτούμενη μοναχική πείρα αποσύρονται σε εξαρτήματα, όπου μπορούν να έχουν περισσότερη ησυχία. Έτσι αρχίζει η ευρύτερη αναβίωση των ησυχαστηρίων.
Η αριθμητική αύξηση των μοναχών του Αγίου Όρους συμβαδίζει και με τη μείωση του μέσου όρου ηλικίας τους, γιατί όλοι σχεδόν, όσοι προσέρχονται κατά την τελευταία περίοδο στον μοναχισμό, είναι νέοι στην ηλικία. Ήδη η συντριπτική πλειοψηφία των αγιορειτών μοναχών απαρτίζεται από αυτούς που προσήλθαν κατά την τελευταία εικοσιπενταετία. Το φαινόμενο αυτό ανανέωσε τον αγιορειτικό μοναχισμό και αποκατέστησε πλήρως την πυραμίδα των ηλικιών, μειώνοντας ταυτόχρονα και τον μέσο όρο ηλικίας τους στα 48 περίπου χρόνια. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μοναχών σήμερα είναι ηλικίας 31-40 ετών, ενώ οι μονές σε σχέση με τα εξαρτήματα έχουν τους περισσότερους και νεότερους μοναχούς.
Εξάλλου το μορφωτικό επίπεδο των μοναχών βρίσκεται σε σαφώς υψηλότερη βαθμίδα από τον μέσο όρο μορφώσεως του ελληνικού πληθυσμού. Σήμερα προσέρχονται για να μονάσουν στο Άγιον Όρος πολλοί πτυχιούχοι ανωτέρων και ανωτάτων σχολών από διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι, κατά την πενταετία 1960-64 είχαν προσέλθει 3 μόνο πτυχιούχοι Ανωτάτων Σχολών στο Άγιον Όρος (ποσοστό 2,8%), σήμερα οι πτυχιούχοι Ανωτάτων Σχολών μέσα στο σύνολο των μοναχών του Αγίου Όρους είναι 343 (ποσοστό 27%). Από αυτούς οι 133 (ποσοστό 10,5%) έχουν πτυχίο Θεολογίας, ενώ οι υπόλοιποι 210 (ποσοστό 16,5%) διαθέτουν πτυχία άλλων Πανεπιστημιακών Σχολών. Το ποσοστό εκείνων που δεν τελείωσαν το Δημοτικό Σχολείο περιορίζεται στο 1,7%.
Από άποψη οργανώσεως της μοναστικής ζωής το Άγιον Όρος παρουσίασε κατά την τελευταία περίοδο ραγδαίες εξελίξεις. Ως αυθεντικό σύστημα για τη οργάνωση της ομαδικής ζωής των μοναχών αναγνωρίζεται γενικά το κοινοβιακό, που απορρίπτει την ατομική ιδιοκτησία. Το ιδιόρρυθμο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εξέλιξη του παλιού λαυρεωτικού. Το σύστημα αυτό, που επικράτησε σε κρίσημες καμπές της ιστορίας του μοναχισμού, επιτρέπει την ατομική ιδιοκτησία. Καμιά από τις είκοσι ιερές μονές που υπάρχουν σήμερα στο Άγιον Όρος δεν έμεινε χωρίς να περάσει για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα από τη φάση της ιδιορρυθμίας. Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους απαγορεύει τη μετατροπή κοινοβιακής μονής σε ιδιόρρυθμη, ενώ επιτρέπει τη μετατροπή ιδιόρρυθμης μονής σε κοινοβιακή (άρθρο 85). Στις αρχές της εικοσιπενταετίας αυτής 9 από τις 20 μονές του Αγίου Όρους ήταν ιδιόρρυθμες. Σήμερα όλες είναι κοινοβιακές. Στις είκοσι ιερές μονές υπάγονται και όλα τα αγιορειτικά εξαρτήματα (Σκήτες, Κελλιά, Καλύβες, Ησυχαστήρια, Καθίσματα), όπως και τα εκτός Αγίου Όρους μετόχια, πολλά από τα οποία λειτουργούν ως αξιόλογα πνευματικά κέντρα.
Ακόμα πρέπει να σημειωθεί ότι στο Άγιο Όρος σήμερα δεν εκπροσωπούνται μόνο οι παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες (Ελλάδα, Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Γεωργία), αλλά και πολλοί άλλοι λαοί από διάφορα έρη του κόσμου (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Καναδάς, Ολλανδία, Περού, Συρία, Αφρική) με ορθόδοξα μέλη τους. Έτσι ο μοναχισμός του Αγίου Όρους έχει πραγματικά οικουμενικό χαρακτήρα. Η διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση του οικουμενικού αυτού χαρακτήρα της Αθωνικής πολιτείας έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα όχι μόνο για το μοναχισμό, αλλά και για ολόκληρη την Εκκλησία.
Αναζητώντας τις απαρχές της ανακάμψεως του αγιορείτικου μοναχισμού μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένες ισχυρές χαρισματικές προσωπικότητες με έντονη πνευματική και ηθική ακτινοβολία. Οι προσωπικότητες αυτές που έζησαν ή και εξακολουθούν να ζουν στις ημέρες μας, δημιούργησαν ρεύματα προσελεύσεως στο μοναχικό βίο. Περιοριζόμενοι σε αυτούς που απεχώρησαν ήδη από τη ζωή αυτή, σημειώνουμε τον ησυχαστή Γέροντα Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη (+1959), στον οποίο ανάγουν σήμερα την πνευματική τους πατρότητα έξι από τις είκοσι ιερές μονές του Αγίου Όρους, τον Γέροντα Παϊσιο (+1994), ο οποίος συνδέεται επίσης με τη σύσταση ή ανανέωση ορισμένων μονών, αλλά υπήρξε και πνευματικός οδηγός πολλών αγιορειτών μοναχών, όπως και αναρίθμητων πιστών, και τον Γέροντα Σωφρόνιο (+1993), ο οποίος ενώ πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στη Μονή Τιμίου Προδρόμου του Έσσεξ που ίδρυσε, έζησε περισσότερες από δύο δεκαετίες στο Άγιον Όρος (1925-1947) και με το βιβλίο του «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης» οδήγησε πολλούς νέους στο μοναχισμό.
Χαρακτηριστικό των απαρχών της δεύτερης χιλιετίας από την άποψη της μορφής της μοναχικής ζωής είναι η αμοιβαία προσέγγιση της κοινοβιακής και της ησυχαστικής παραδόσεως. Η ησυχαστική παράδοση με την άσκηση της μονολόγιστης ευχής του Ιησού, που καλλιεργούνταν σχεδόν αποκλειστικά στα ησυχαστήρια, εισέδυσε και διαδόθηκε ευρύτατα στα κοινόβια. Έτσι η παράδοση αυτή αποτελεί σήμερα ουσιώδες στοιχείο της κοινοβιακής ζωής. Από την άλλη πλευρά η κοινοβιακή παράδοση με τις τακτές ακολουθίες, που δεν υπήρχε στην ησυχαστική ζωή, εισέδυσε και καθιερώθηκε ως ένα βαθμό και σ' αυτήν. Σε όλα σχεδόν τα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους υπάρχουν σήμερα τακτές ακολουθίες που πλαισιώνουν την ησυχαστική ζωή.
Τέλος, η προσέγγιση της ησυχαστικής και της κοινοβιακής παραδόσεως, που σημειώθηκε στα πλαίσια της ορθόδοξης μοναχικής ζωής, συμβαδίζει με κάποια ευρύτερη προσέγγιση μοναχισμού και κόσμου. Η προσέγγιση αυτή, που υφίστατο πάντοτε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είχε ατονίσει κατά τους νεότερους χρόνους. Ήδη η κατάσταση έχει τελείως μεταβληθεί. Χιλιάδες επισκεπτών κατακλύζουν κάθε χρόνο το Άγιον Όρος και έρχονται σε προσωπική επικοινωνία με το πνεύμα και τη ζωή των μοναχών. Από την άλλη πλευρά οι μοναχοί, με ομιλίες τους προς τον κόσμο, με περιοδικά ή έκτακτα δημοσιεύματα, με λήψη θέσεων σε σοβαρά εκκλησιαστικά ή κοινωνικά θέματα, και πολύ περισσότερο με εξατομικευμένη πνευματική καθοδήγηση, επηρεάζουν έντονα την πνευματική ζωή των πιστών και έχουν ουσιαστική επίδραση στην Εκκλησία και την κοινωνία. Η αναθέρμανση της θρησκευτικής ζωής και το μεγάλο ενδιαφέρον που παρατηρείται σήμερα στον ελληνικό, αλλά και ευρύτερα στον ορθόδοξο κόσμο για την ορθόδοξη πνευματική ζωή, συνδέονται άμεσα με την προσέγγιση αυτή του μοναχισμού και της κοινωνίας των πιστών μέσα στον κόσμο.
Για την διαφύλαξη της αγιορείτικης κληρονομιάς ιδρύθηκε το 1981 το Κέντρο Διαφυλάξεως Αγιορειτικής Κληρονομιάς. Σ' αυτό μετέχουν εκπρόσωποι της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους, η Πολιτική Διοίκηση και ο ΓΓ του Υπουργείου Μακεδονίας και Θράκης, στο οποίο υπάγεται. Το Κέντρο αυτό ασχολείται και με τη διαχείριση των κονδυλίων που διατίθενται για την εκπόνηση μελετών και την εκτέλεση έργων στο Άγιον Όρος.
Η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν φυσικό να δημιουργεί προβλήματα στην ιδιάζουσα μορφή ζωής του Αγίου Όρους. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών υπογράφηκε μεταξύ της Ελλάδος και των λοιπών κρατών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κοινή δήλωση, που κατοχυρώνει την ιδιαιτερότητα και το ειδικό νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους.
Το ευχάριστο, αλλά και ταυτόχρονα ανησυχητικό για ορισμένους φαινόμενο, που διαπιστώνεται σήμερα στο Άγιον Όρος, είναι ο πυρετός ανοικοδομήσεως. Τα κατεστραμμένα και ερειπωμένα κτίσματα των μονών αποκαθίστανται με γοργούς ρυθμούς, προκαλώντας ως ένα βαθμό περισπασμούς και ανησυχίες στους μοναχούς. Εξ άλλου ο μεγάλος αριθμός των προσκυνητών και επισκεπτών, που εμφανίζεται καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους, η αθρόα είσοδος μηχανημάτων και αυτοκινήτων, αλλά και η διάνοιξη δρόμων, επηρεάζουν ως ένα βαθμό τη μορφή και το ρυθμό ζωής στο Άγιον Όρος. Εκείνο όμως, που συνήθως λησμονείται, είναι ότι από τα τέλη του προπερασμένου αιώνα καμιά σοβαρή προσπάθεια ανοικοδομήσεως δεν έγινε στο Άγιον Όρος. Η φυσιολογική λοιπόν φθορά των κτηριακών εγκαταστάσεων απαιτούσε ήδη μεγάλες οικοδομικές εργασίες. Η αύξηση του αριθμού των προσκυνητών δημιουργεί πρόσθετες ανάγκες. Αν επιπλέον ληφθούν υπόψη οι ραγδαίες αλλαγές τελευταίων δεκαετιών στην κοινωνική ζωή και την τεχνολογία, που αναπόφευκτα επηρεάζουν τη μορφή και το ρυθμό της ζωής στο Άγιον Όρος, γίνεται φανερό ότι το φαινόμενο αυτό μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό.

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης 
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θεσσαλονίκης